United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την ημέρα που πέθανε ο γέρος καμιά προκοπή δεν είδε στην υπόθεση τους. Μάλιστα στο χειρότερο πήγαινε. Ο Αριστόδημος περιοριζόταν στα λόγια: θα κάμη τούτο, θα κάμη εκείνο. Στις βρισές: τον αχρείο, το Χαγάνο· τον κακούργο· τον αιμοβόρο· θα τον διώξη με τις κλωτσές· θα τον στείλη πίσω στην Κόκκινη Μηλιά· θα του πιη το αίμα! Μα να δουλέψη για το σκοπό του, να ιδρώση, να ετοιμαστή, τίποτα.

Δεν βλέπεις μαύρα που φορώ, δεν βλέπεις τα μαλλιά μου κομμένα; ΗΡΑΚΛΗΣ Ποιός επέθανε; Μήπως παιδί κανένα ή μήπως ο πατέρας του ο γέρος; ΘΕΡΑΠΩΝ Όχι ξένε, επέθανε η γυναίκα του. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; Με τέτοιο πένθος στο σπίτι με εδεχθήκατε; ΘΕΡΑΠΩΝ Ντρεπότανε να διώξη τον ξένο από το σπίτι του, ο Άδμητος, σαν ήλθε. ΗΡΑΚΛΗΣ Ω άμοιρε, τι σπάνια γυναίκα εστερήθης!

Ο Φάλκος διά πρώτην φοράν εύρισκε την ευκαιρίαν αυτήν, να διανυκτερεύση εις το Έρημο Χωριό, χωρίς να είναι πολύς κόσμος, η παρουσία του οποίου θα ήτον ικανή να διώξη τα στοιχειά. Είχε μεγάλην περιέργειαν μεμιγμένην με μεγαλείτερον φόβον, να έβλεπε στοιχειά.

Και απ' ώρα σε ώρα επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων.

Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξη τη Λύπη, που άνοιξε τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της Χαράς, τη λύπη, που προξένησε η ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα: — Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκιαάμα μπήκα στην αυλή σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! Δεν το κουνάω απέδω χωρίς σχαρήκια!...

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω, φίλταται γυναίκες, πώς η μία δυστυχία ακολουθεί την άλλην σήμερα! Μέσα εις το σπίτι η κυρία μου, η Ερμιόνη, αφού έφυγεν ο πατέρας της και εσκέφθη τι ήθελε να κάμη, να σκοτώση την Ανδρομάχην και το παιδί της, θέλει ν' αυτοκτονήση. Τρέμει μήπως ο άνδρας της, όταν μάθη τι έγινε, την διώξη από το σπίτι, ή την σκοτώση, επειδή εζήτησε και αυτή να σκοτώση εκείνους που έπρεπε να σεβασθή.

Ήτο ελεεινός! Εννοώ το κινούν αυτόν ελατήριον. Θέλει ο δυστυχής να πνίξη την φωνήν της συνειδήσεως, θέλει να μη την ακούη. Υπάρχουν σκέψεις και αναμνήσεις, εις των οποίων, την βάσανον ο άνθρωπος δεν αντέχει. Προσπαθεί να τας διώξη, αλλά δεν ημπορεί να τας εξαλείψη, ούτε να τας διεκφύγη.

Ναίσκε· καβάλλα στο ξυλάλογο· σα να λέμε στην κάσσα. Ξέχασες, βλέπω, το στερνό σου ταξείδι. — Ου!... έκαμε η γριά μ' ανατριχίλα, βάζοντας μπροστά το χέρι της για να διώξη το κακό. — Ω, διάτανε! το φοβάσαι βλέπω το θάνατο σα να ήσουνα χίλιω χρονώ. Μα στην πίστη μου σου λέω έχεις άδικο, γριά! Έχεις μεγάλο άδικο. Εκεί να ιδής σπίτι μια βολά.

Θέλησε να πάρη ψυχοκόριτσο έν' αρφανό, πού κανείς δεν ήξερε τον πατέρα του. Επειδή όμως ήτον πολύ αράθυμη, και όταν θα θύμωνε, θα φώναζε το κορίτσι «μπαστάρδικο!», για να μην κολάζη την ψυχή της, έκαμε καλύτερα να το διώξη, ύστερ' από τρεις 'μέραις αφού το πήρε στο σπίτι της. Καμπόσες φορές είχε κάμη κόλλυβα και λειτουργιές για τους πεθαμμένους.

Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ' του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν τώννοιωσε ποτέ. — Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνωμε στη στερηά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κ' ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά. Προσπαθούσε να διώξη απ' τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του.