United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βγήκε, κι' οχ το λιακωτό τότ' άρχισε να διώχνει με τις βλαστήμιες τις βρισές όλους τους Τρώες όξω «Όξω, ασυνείδητοι, άτιμοι!

Τότες του κράζει ο καστανός με τις βρισές Μενέλας «Δεν έχει, Αντίλοχε, κορμί σαν πούσαι εσύ χαμένο! Κουρέβου! Κρίμας γνωστικό π' ως τώρα σε θαρρούσαν. 440 Μα κι' έτσι δίχως όρκο εσύ δεν παίρνεις το βραβείοΕίπε, κι' αμέσως έσκουξε στα ζα του και τους είπε «Καρδιά!

Δουλειά και διασκέδασι. Τάχα μήπως ήμουν μόνος εγώ; Όλος ο ναυτόκοσμος έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια· είδα και τους ξένους, μα δεν εζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισές από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη θάλασσα, σπρωξίματ' από τη στεριά. Όπου και να γυρίσης στα κόντρα βρίσκεσαι.

Αυτός δεν υπετάχθη εις την θέλησιν του βασιλέως της Θέμπας, αλλά με βρισές μεγάλες τους αποδίωξεν.

Από την ημέρα που πέθανε ο γέρος καμιά προκοπή δεν είδε στην υπόθεση τους. Μάλιστα στο χειρότερο πήγαινε. Ο Αριστόδημος περιοριζόταν στα λόγια: θα κάμη τούτο, θα κάμη εκείνο. Στις βρισές: τον αχρείο, το Χαγάνο· τον κακούργο· τον αιμοβόρο· θα τον διώξη με τις κλωτσές· θα τον στείλη πίσω στην Κόκκινη Μηλιά· θα του πιη το αίμα! Μα να δουλέψη για το σκοπό του, να ιδρώση, να ετοιμαστή, τίποτα.

Άνοιξε την πόρτα διάπλατα, χύθηκε μέσα, στα δόντια κρατώντας τις βρισές, μ' εκείνες που θα έλουζε πατόκορφα τον ξένο. Στάθηκε όμως μάρμαρο στη μέση της σάλας. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ούτε πίσω από τις κουρτίνες, ούτε πίσω από τις πολυθρόνες, ούτε πίσω από το πιάνο. Και άλλη πόρτα δεν είχε να ειπής άνοιξε κ' έφυγε.

Μα με καιρό πετιέται πια και τους λαλεί ο Μενέλας με τις βρισές, και τούβραζε μέσα η καρδιά απ' το πάθος 95 «Ωχού μου παινεσιάρηδες, γυναίκες κι' όχι πια άντρες, πάει πια, του κόσμου σιχαμός θα γίνουμε, αν εδώ όλοι μπροστά στον Έχτορα τ' αφτιά τα κατεβάσουμε έτσι.

Από να δέχομαι χαλαζόβραχο τις βρισές του συγγενή μου καλήτερα ενός ξένου. Ο ξένος περισσότερο θα σεβασθή τ' όνομά μου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω με το καλό. — Με το καλό; άσε και να ιδής· λέγει ο καπετάν Καλιγέρης όταν εμάντεψε τη σκέψι μου. Πάω μιαν ημέρα να του ζητήσω λίγο λάδι για το φαγί. — Δεν έχει, μου λέγει· το τρώει εκείνος που κάθεται στο τιμόνι. Πάω δεύτερη· το ίδιο.

Γιατί, πατέρα, κάθεσαι και ζαλίζεσαι για μένα· είπε στο Μαλαματένιο. Ας τους Μορφόπουλους να κάνουν τα κέφια τους. — Λέει την αλήθεια του Θεού, κόρη μου! είπε η γριά· τι τους έκαμες και σε μάχουνται τόσο ; Τα μάτια τους έβγαλες, μαθές! — Καλά δε θέλουν να σε ξέρουν πρόσθεσε ο γέρος. Μα να σε βρίζουν κι όλα! — Κι αν βρίζουν και τι; Οι βρισές απάνω τους γυρίζουν κ' έγνοια σας.

Κι' οι άλλοι χασκογέλασαν κι' ας είταν πικραμένοι, 270 κι' έτσι ο καθένας έλεγε στο γείτονα γυρνώντας «Πόσα καλά κι' ωφέλιμα κάνει ο Δυσσέας πάντα, πρώτος να δίνει συβουλές σοφές και να μας βγάζει στη μάχη! Μα το πιο καλό αφτό 'ναι τώρα απ' όλα, που τον αφτάδη αφτό λογά του βούβανε τη γλώσσα. 275 Δε θα κοτήσει γλήγορα και πάλι ο ξεπαρμένος των βασιλιάδων μας βρισές να σκούζει και βλαστήμιες