United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα με καιρό πετιέται πια και τους λαλεί ο Μενέλας με τις βρισές, και τούβραζε μέσα η καρδιά απ' το πάθος 95 «Ωχού μου παινεσιάρηδες, γυναίκες κι' όχι πια άντρες, πάει πια, του κόσμου σιχαμός θα γίνουμε, αν εδώ όλοι μπροστά στον Έχτορα τ' αφτιά τα κατεβάσουμε έτσι.

Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους θα διώξει πίσω ως στο καστρί αλάργα απ' τις καλύβες45 Έτσι είπε περκαλώντας τον ... α τι τυφλός, γιατί είταν δικό του χάρο και κακό να περκαλέσει τέλος! Τότε αναστέναξε βαθιά και τούπε ο Αχιλέας «Ωχού, τι λόγο, Πάτροκλε θεόσπαρτε, μου κραίνεις!

Τότες ο Δίας τ' απαντάει, βαριά αγανακτισμένος «Ωχού! τι λόγο, ανίκητε, μας είπες, κοσμοσείστη; 455 Καλά, άλλος τέτιο απ' τους θεούς να ξεστομίσει λόγο που σούναι εσένα πιο αχαμνός στη δύναμη, στα χέρια.

Τότε οι Αργίτες θάφεβγαν κι' ας είταν άγραφτό τους, 155 ανίσως και της Αθήνας δεν της λαλούσε η Ήρα «Ωχού μου, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, έτσι λοιπόν οι Δαναοί θα φύγουν στου πελάγου τα στήθια απάνου τα πλατιά, να πάνε πίσω στ' Άργος, και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώωνε θ' αφίσουν 160 και του Πριάμου παίνεμα, που τόσοι απ' αφορμή της στην Τροία Αργίτες χάθηκαν αλάργα απ' την πατρίδα; Μα σύρε τώρα ως στο στρατό των Αχαιών, και τήρα μην τους αφήσεις στο γιαλό να σέρνουν τα καράβια165

Μα σαν τους ένιωσε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, που λιάνιζαν τους Αχαιούς μες στη σκληρή τη μάχη, γυρνάει και λέει της Αθηνάς διο φτερωμένα λόγια «Ωχού μου, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, τάμα λέω τάξαμε άδικο του βασιλιά Μενέλα, 715 πως πριν μισέψει, πρώτα εδώ το κάστρο θα κουρσέψει, έτσι αν τον Άρη αφήκουμε τον έρμο να λυσσάζει. Μον έλα! ας μπούμε πια κι' εμείς στη ζάλη του πολέμου

Τότες τον χαμοκοίταξε και τούπε ο Αχιλέας «Ωχού μου αδιαντροπρόσωπε, κορμί με δίχως πίστη, πώς λες θ' ακούσει πρόθυμα το λόγο σου κανείς μας 150 κι' ή σ' ανοιχτό πια πόλεμο θα τρέξει ή σε καρτέρι; Τι εγώ δεν ήρθα απ' αφορμή των ασπιστάδων Τρώων να πολεμήσω εδώ, γιατί δε μούφταιξαν εμένα· μήτ' άλογα μου μ' άρπαξαν ποτές τους μήτε βόδια, μήτ' έκαψάν μου τα σπαρτά και τα βαθιά περβόλια 155 κάτου στη Φτιά, γιατί πολλά στη μέση μας χωρίζουν, θες κορφοβούνια απλόσκιωτα θες θάλασσα αφρισμένη· Μον για δικό σου διάφορο, ξαδιάντροπε, εγώ βγήκα μαζί σου, για να βρεις εσύ, κακόσουρτε, απ' τους Τρώες κι' ο αδερφός σου ξεζημιά.

Και στέκει με βαριά καρδιά, τι άλλο δεν είχε φράξο, και κράζει όσο μπορούσε αψά το Δήφοβο, ζητώντας άλλο όπλο· μα πού Δήφοβος τέτια στιγμή κοντά του! 295 Τότε ένιωσε ο πλουμόκρανος γιος του Πριάμου κι' είπε «Ωχού, το βλέπω πια οι θεοί με κράζουνε στον Άδη! Τι είπα μαθές πως είχα εγώ το Δήφοβο κοντά μου· μα είταν παγίδα της θεάς, κι' είναι στο κάστρο εκείνος.

Κι' αφτός πηδά απ' τον ύπνο κι' άδιο το μέρος βλέποντας πούστεκαν πριν τα ζώα, 520 και τα παιδιά που σπάραζαν λαβωματιές γιομάτοι, ωχού, είπε, του τον έσφαξαν τον γκαρδιακό του βλάμη. Και βούηξε απ' την ταραχή κι' απ' τις φωνές ο κάμπος πούτρεχε ο κόσμος· κι' έβλεπαν δουλιές φαρμακωμένες που οχτροί ήρθαν νύχτα κι' έκαναν και τόστριψαν κατόπι. 525

Κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του «Ωχού, τι θα γενώ; Ντροπής αν τραβηχτώ από δείλια στον όχλο ομπρός· χειρότερα, αν πάλι εδώ με πιάσουν 405 μονάχο, αφού το φόβισε το πλήθος τ' άλλο ο Δίας.