United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη. πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη, του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, 365 και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα· «Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου, 'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση, από χολήτους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». 370

ΚΛΕΑΝΘΗΣ Θεοί και βασιλείς εσείς, που όλοι μπροστά μου πέφτουν μπροστά στην ευτυχία μου τι είν' η δική σας τάχα; όμως, Φιλίς μου, μια σκληρή σκέψι με βασανίζει: άλλος σε θέλει, σε ζητεί και σ' άλλον θα σε δώσουν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αυτόν τον άλλο τον μισώ καθώς μισώ το Χάρο κι' όπως για σένα η όψι του φριχτή είναι και για μένα ΚΛΕΑΝΘΗΣ Μα η γνώμη του πατέρα σου εκείνον θέλει τώρα.

Τ' έχεις, φλογέρα, και μου κλαίς και μου παραπονιέσαι; Μη προμαντεύης θάνατο, μη προμαντεύης χάρο; Μη μ' εμπεζέρισες κ' εσύ και θέλεις να μ' αφίσης; Ή μήνα της αγάπης μου το χωρισμό θυμάσαι Και κλαις και θες τον πόνο μου να μερασθής μ' εμένα;

Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους. και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος 325 απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος. και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου, τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο• αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν, και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, 330 ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν, η πείνα ως τους βασάνιζε• και τότε μέσα επήγα εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο. και αφούτα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, 335 εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια, κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων• κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατοντα βλέφαρά μου εχύσαν, κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχοςτους άλλους• «'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• 340 όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων, αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης• του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις, προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους. και αντην Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, 345 του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα. αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν, κάλλιοτο κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, 350 παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι».

Έρχεται χειμώνας, βλέπεις, σα μπροστά ποιος ν' ανεβοκατεβαίνη με τα χιόνια. — Και ποιό 'νε το χωριό σας; Ο γέρος σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ψηλά στο ξόγκωμα του βουνού τα λίγα σπιτάκια. — Απάνου!, να το!. Καρίτσα το λεν. — Και θ' ανεβήτε έτσι φορτωμένοι εκεί απάνω; — Τι να κάνουμε; Μεις, παιδάκι μου, βλέπουμε ζωντανό το χάρο με τα μάτια μας. Άη! οι κακομοίρηδες.

Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε τα ίδια. Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει.

Να ο Διγενής· να ο Αρμούρης, ο Ξανθίνος, ο Σαββατογέννητος. Διαβάζεις τα γράμματα ; — Ναι, στάσου· είπε σκύβοντας στο κέντημα ο Δημητράκης και συλλαβίζοντας. Δράκοι και δρακοντόπουλα Ρωμαίικα παλληκάρια. Ποιοι είνε; — Όλοι από τη γενιά μας. Πριν καταιβή ο Χαγάνος καταδώθε. Άνοιγαν πολέμους νύχτα και ημέρα. Πολεμούσανε με τους ανθρώπους, με τα θεριά και με το Χάρο ακόμα. — Θα είνε πολύ παλαιοί.

Βλαμένος τότε ο Πάτροκλος απ' του θεού το χτύπο 816 κι' απ' την πληγή του, γύριζεγια να σωθεί οχ το χάροκατά των φίλων τους σωρούς· μα ο Έχτορας τον είδε πως κώλωνε, από κοφτερό κοντάρι τρυπημένος, κι' όξω πετιέται απ' τις σειρές των Τρώων, και κοντά του 820 χοιμάει και χώνει χαλκό στου ψυχικού τη ρίζα και πέρα ως πέρα τον τρυπάει.

Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει. Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου!

Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφητη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή: Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την Ξενιτειά!