United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να με άφηνεν ο γέρος μου, θα μ' έπαιρνες; — Ακούς εκεί! φτάνει να θέλης. — Και δεν μπορούμε να τον καταφέρωμε; — Αυτό κεγώ προσπαθώ. — Αλήθεια; — Βέβαια. Δι' αυτό ομιλούμεν κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; — Ναι. Έχω ένα μήνα οπού τον παρακαλώ. — Δι' αυτό πηγαίνετε οι δύο σας μοναχοί και τα λέτε; — Σωστά. Δεν το κατάλαβες; — Πού να το καταλάβω; Και τον παρακαλείς να με αφήση;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτά παρακαλείς εσύ: Αν θες να γείνουν καταλεπτώς όσα ζητής, πρέπει ν’ ακούσης προσεκτικά τα λόγια μου και θενά λάβης παρηγορίαν υπέρτατην εις τα δεινά σου. Τους λόγους τούτους θα σου πω αμέσως τώρα. Αν και την πράξιν αγνοώ κι αγνοώ τον φόνον και ούτ’ ένα έχω μαρτύριον να μ’ οδηγήση.

Διά να επιθυμήσης τούτο, σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είνε η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είνε των πεινασμένων το νόσημα. Εξέρχεσαι εις την αγοράν, βγάζεις λόγον, και παρακαλείς τους προσφιλείς συμπολίτας να σε τιμήσωσι διά της ψήφου των.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι πέφτεις εις τα πόδια μου και με παρακαλείς, όπως το κύμα εις τον βράχον της θαλάσσης; Εγώ είμαι ο προστάτης της ιδικής μου οικογενείας, δι' εσέ όμως δεν αισθάνομαι καμμίαν αγάπην, διότι πολύ από την ζωήν μου κατηνάλωσα, διά να γίνω κύριος της Τροίας και της μητέρας σου. Αφού έχεις την απόλαυσιν να είσαι παιδί της, θα κατέβης μαζί της εις τον Άδην.

Εύδικος Και μη κάμης, καλέ Ιππία, διόλου διαφορετικά, αλλά και χάριν ημών και χάριν εκείνων των λόγων που είπες προηγουμένως αποκρίνου εις ό,τι σε ερωτά ο Σωκράτης. Ιππίας. Ας είναι, θα αποκρίνωμαι, αφού με παρακαλείς συ. Ερώτα λοιπόν ό,τι θέλεις. Σωκράτης.

την Πύλο καιτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. εφθάσαμε, καιτα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110 όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του, όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του. κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωποντον κόσμο ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115 αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλετον Ατρείδη Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη. και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει, κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια. και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε• ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου, εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125 και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριούτον λόγγο κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130 όμοιοαυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνητην Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθητην πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135 αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος. και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140 ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα, ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης• αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν οι αθάνατοι, και μ' έστειλαντην ποθητήν πατρίδα».

ΧΟΡΟΣ Άμποτε μη μ’ απαρατήση όσο ζω αυτή των θεών η σύναξι, μηδέ να ιδώ να διαγουμίζεται η πόλη ετούτη και μ’ εχθρική να καίγουνται φωτιά οι πύργοι ετούτοι. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ενώ τους θεούς παρακαλείς κοίτα μην κάνης πράματ’ ανόητα· γιατί ’ναι η πειθαρχία μάννα της πετυχιάς, γυναίκα του σωτήρος.

Στο παλάτι γλίγωρα πλέον φέρτε τον, γιατί μονάχα τέτοια να βλέπουν και ν’ ακούν οι συγγενείς του τέτοια δεινά! τέτοια δεινά! θενά μπορέσουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για το χατίρι των θεών, αφού με βγάζεις από τον φόβον που ένιωθα και καλός είσαι, σ’ εμέ που είμαι ο χειρότερος απ’ τους ανθρώπους, πίστεψε. Κάτι θα σου πω για το καλό σου. ΚΡΕΩΝ Τι θέλοντας παρακαλείς με τέτοιον τρόπο;

Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει. Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου!