United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίνεται όμως πως εξαιτίας αυτό το μέτρο υπόφεραν πολύ τα οικονομικά, αγκαλά και στου Βασιλίσκου τον καιρό το ταμείο στη φτώχεια δεν πήγαινε παρακάτω. Μα κι ο Ζήνωνας, όσα κι' αν είταν τα καλά του, δεν πολυφαίνεται να κατείχε από μέθοδο και τάξη στα οικονομικά. Αυτά τα βόλεψε κατόπι ο Αναστάσιος. Είχε ο Ζήνωνας και κάποιον κλέφτη και καταχραστή Σεβαστιανό στο παλάτι.

την Πύλο καιτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. εφθάσαμε, καιτα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110 όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του, όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του. κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωποντον κόσμο ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115 αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλετον Ατρείδη Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη. και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει, κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια. και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε• ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου, εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125 και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριούτον λόγγο κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130 όμοιοαυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνητην Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθητην πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135 αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος. και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140 ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα, ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης• αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν οι αθάνατοι, και μ' έστειλαντην ποθητήν πατρίδα».

Ο μαντατοφόρος είχε πάθη κ'εκείνος πυρετό και ήταν ακόμη κίτρινος σαν το θειάφι• εγίνετο όμως κόκκινος από το θυμό, όταν μας έλεγε πόσα υπόφεραν αυτός και οι σύντροφοί του εις τη Θεσσαλία. Και το σκληρότερο βάσανό τους ήταν πως δεν ελπίζανε πλια να πολεμήσουν με άλλον εχθρό παρά το κρύο, τη γύμνεια και τη δυσεντερία.

Γκρέμησε αυτός πλήθος λουτρά, εκκλησιές, σπίτια και τειχίσματα. Υπόφεραν κι άλλα μέρη τότες, καθώς η Νικομήδεια κ' η Βηρυτότο «στολίδι» της Φοινίκης, καθώς τη λέγανε. Δεν περνούνε δυο χρόνια και την ξανασαλεύει την Πρωτεύουσα καινούριος σεισμός. Και σ' άλλον πάλε σεισμό, του 558, έπεσε ο μεγάλος θόλος της Αγιά Σοφιάς καθώς σε λίγο θα δούμε.

Αλλά και να χάση την πίστη του έτσι; Ο πατέρας του κοι πρόγονοί τον με τόσα που υπόφεραν εφύλαξαν τη θρησκεία των· κιαυτός για μια φοβέρα θαλλαξοπίστιζε; Πάλι όμως δεν εύρισκε μέσα του αυταπάρνηση μαρτυρική· κι άμα έφτανε στη σκέψη να παρακούση τον τύραννο κιας πέθαινε για τη πίστη του, ξέφευγε και ζητούσε τρόπο να σώση και την πίστη και τη ζωή του.