Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Συγχρόνως είχε πλησιάσει και η Σαϊτονικολίνα και με ήμερον γλώσσαν παρέστησεν εις τον υιόν της ότι έκαμε μέγα αμάρτημα: — Πώς δεν έρριξ' ο Θεός φωτιά να μάςε κάψη, παιδί μου! Ο Μανώλης την ήκουε, κάτω νεύων, έτοιμος να κλαύση. Δεν ήξερε κιαυτός πως τώπαθε. — Μάνα μου, ντροπή! του έλεγε ταπεινοφώνως η μητέρα του. Ακούς να φοβηθή και να τα χάση πως είδε το δάσκαλο!
Και σαν να εξάγνισε τη ψυχή του ο φόβος και το μυστήριο του θανάτου από τα ποταπά αισθήματα, αισθάνθηκε μια πικρότατη μεταμέλεια, γιατί κιαυτός είχε κακολογήσει με τους άλλους τη δυστυχισμένη κοπελιά και λίγο προτήτερα είχε περάσει από το νου του ένας πονηρός διαλογισμός.
Από το χάδι, πούδιδε σαυτό τόνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήτον αδιάφορος κιότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι. Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζη κιαυτός ο Γιάννης· κιόταν με συναντούσε μούλεγε: — Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα! — Ντα δε θα μεγαλώσω κεγώ; τούπα μια μέρα απειλητικά. — Ώστε να μεγαλώσης εσύ, θα το πάρω 'γώ το Βαγγελιό.
Ήτο τότε πολύ μικρός· επειδή δε κάθε φορά εζήτει να τον σηκώνουν για να παίζη την καμπάνα, τον εφοβέρισαν· του είπαν ότι μέσα στην καμπάνα ήτο μια γρηά που την εφοβείτο, κιαυτός το πίστεψε. Ο κόσμος εκείνος των πόθων του έγεινε ωραίον όνειρον, το οποίον έβλεπε ξυπνητός μέσα εις την αποθέωσιν μιας δύσεως, εις την γαλήνην της οποίας έσβυνεν η απήχησις της καμπάνας.
Ο Μανώλης, όστις εξηκολούθει να σιωπά, κάτω νεύων, εγέλασε με το πάθημα του συναδέλφου του και εξεθαρρεύθη ολίγον με τον πατέρα του, από τον οποίον τον εχώριζεν αίσθημα ψυχρότητος και φόβου. Το μικρόν δ' εκείνο ξεθάρρευμα επωφελήθη ο Σαϊτονικολής διά να του παραστήση ότι ήτο καιρός πλέον ναφήση τα πρόβατα, διά να έμβη κιαυτός εις την τάξιν των ανθρώπων.
Είχε λόγου χάριν μίαν βρύσιν, όπου βράδυ βράδυ εμαζεύοντο η κοπελιές με τα σταμνιά των, βιαστικές, διότι τας εκάλουν εις τον εσπερινόν μία καμπάνα και δύο ή τρία σήμαντρα. Η καμπάνα εκείνη ήτο βέβαια του Αγίου Γεωργίου, που την είχαν κρεμασμένη σένα ξύλο, στην πόρτα δίπλα. Τώρα που εμεγάλωσε θα έφθανε κιαυτός να σημάνη.
Μούπε κι ο ξάδερφος ότι όσες φορές θα πηγαίναμε στο κυνήγι θα κρατούσα εγώ το τουφέκι του κιαυτός θάπαιρνε δανεικό. Κέτσι θάχα δικό μου τουφέκι. Πρώτη φορά που γύρισα στο χωριό από απουσία χωρίς να δείξω ανυπομονησία να δω το Βαγγελιό· κη μητέρα μου τώχε κρυφή και μεγάλη χαρά, αλλά κιαπόφυγε να μου πη τίποτε. Μόνο για το κυνήγι μιλούσα και σκεπτόμουνα.
Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.
Δεν ήτο βράχος αυτός ή δένδρον· δεν ήτο τίποτε. Ήτο μόνον μία βραχνή φωνή που ήρχετο από το βάθος ενός στενού λαγκαδιού κιό,τι της φώναζες το ξανάλεγε, σαν να κοροΐδευε. Αι! της έλεγες· αι! σαπηλογιέτο μονομιάς. Κιαυτός ήτον ο Θοδωρής, ένα βοσκάκι, πούχε την κακή συνήθεια να κλέφτη γιδοπρόβατα. Διά τούτο και απελιθώθη εκεί στο λαγκάδι και είχε κατάρα να επαναλαμβάνη κάθε φωνή.
Μήπως και αυτός δεν θα επροτίμα ένα δαίμονα από όλα τα αγαθά του κόσμου; Και όμως αυτός και το θάρρος δεν είχε να το ομολογήση και, όταν οι άλλοι τον ενθάρρυναν, έχανεν έτι μάλλον το θάρρος του. — Το ίδιο κι ο Μανωλιός, συνεπέρανεν ο Σαϊτονικολής. Μας επεθύμησε λέει κήρθε να μάςε δη. Μην τον ακούτε. Ήρθε να βρη το δαίμονά του. Θέλει κιαυτός ένα δαίμονα. Αι! αυτό πλέον ήτο πάρα πολύ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν