United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συ έχεις δικαιώματα εις τα καθήκοντά μου, αυτά είναι του θρόνου σου τα τέκνα και οι δούλοι κι' ούτε σου έκαμαν ποτέ, με ό,τι και αν κάμουν παρ' όσοντην αγάπην σου κ' εις την τιμήν οφείλουν. ΔΩΓΚΑΝ Καλώς μου ήλθες! Έργον μου και πόθος μου θα είναι καθώς σ' επρωτοφύτευσα και να σε μεγαλώσω! — Ω Βάγκε, ολιγώτερον δεν χρεωστώ κ' εσένα. και ούτε ολιγώτερον ποθώ να σου το δείξω.

Και σιγά μου υπαγόρευσε την απάντηση: Μη με θωρείς κοντό κοντό και χαμηλοζωσμένο, Απού τη γης δε φαίνομαι και τσι καρδιές μαραίνω. Αλλά το δίστιχο δε μάρεσε, ίσως διότι με πολυμίκραινε. Ήθελα να πω κάτι τι πειο περήφανο, απειλητικό μάλιστα, Κι' αυτό μου υπαγόρευσε άλλος. Μην παίρνεις την αγάπη μου, γιατί θα μεγαλώσω, Και θα σου δώσω μπαλωτιά στη γης να σε ξαπλώσω.

Και το βλέμμα του έγινε πάλιν αόριστο, κάπως δειλό εστυλώθηκεν απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή, το μέτωπο εσούφρωσε κ' εκέρωσε, λέγεις κ' έβλεπε ασπίδα να προβάλη αποκεί. — Εσύ πατέρα πώς επήγες; Με τη μηχανή; τον ερώτησα. — Όχι, με την πέτρα σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό μας! — Εγώ σαν μεγαλώσω θα πάω να το κόψω· είπα πεισματικά.

Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν. ... Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα.

Μαζύ με το Βούλγαρο θα χτυπήσω την Τουρκιά και θα μοιραστώ μαζύ με τον πρωθυπουργό της Βουλγαρίας, τα χώματα της Ευρωπαϊκής μεριάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι θα μεγαλώσω το Κράτος κάμποσα τετραγωνικά χιλιόμετρα, ας είναι και λίγα, έτσι θα ξεφύγω και το Κρητικό ζήτημα, που με στενοχωρεί πολύ αυτή την ώρα, και μπορεί να με ρίξει από την εξουσία».

Θεαίτητος. Αυτό φρονώ. Σωκράτης. Αί λοιπόν αυταί αι τρεις γνώμαι, καθώς νομίζω, συγκρούονται μεταξύ των εντός της ψυχής μας, όταν λέγωμεν εκείνα τα οποία είπαμεν διά τους αστραγάλους, ή όταν ειπούμεν ότι εγώ εις την ηλικίαν που ευρίσκομαι, χωρίς να μεγαλώσω ούτε να πάθω το αντίθετον εντός ενός έτους, τόρα μεν είμαι μεγαλείτερος από σε τον νέον, αργότερα όμως μικρότερος, ενώ εγώ δεν έχασα διόλου από τον όγκον μου, αλλά μόνον συ εμεγάλωσες.

Τα λόγια αυτά της μάνας μου μ' άναψαν μέσ' 'ςτά στήθηα Άσβεστη φλόγα, κ' έλεγα πότε να μεγαλώσω Τα κλέφτικα τα άρματατη μέση μου να ζώσω, Να πάω να ζήσωτα βουνά, μ' αγρίμια να φωλιάζω, Με τ' άλλα τα κλεφτόπουλα να πολεμώ να σφάζω.

Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύη άνθρωπος για να ζήση, πως γι' αυτό δούλευε η μάννα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κ' εγώ. Δηλαδή τόξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το &γιατί& τους δεν το απείκαζα· το &γιατί& γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακήσια τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα.

Και συ σα γενής του καιρού του Γιάννη, θα γενής μεγάλος σαν αυτό. — Μα ώστε να μεγαλώσω, θα πάρ' ο Γιάννης το Βαγγελιό. Η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της και με χάδια προσπάθησε να με παρηγορήση. — Ντα δε σούπε το Βαγγελιό πως εσένα μόνο αγαπά; — Ναι, μα ο Γιάννης μούπε, πως, ώστε να μεγαλώσω, αυτός θα τήνε πάρη. — Κεχαθήκαν οι κοπελιές, υγιέ μου; Παίρνεις, σα μεγαλώσης, άλλη και καλλίτερη.

Κεγώ δεν τόλμησα να ζητήσω εξήγηση, αν κιαυτό πούπε το Βαγγελιό δε μούτον ολότελα ευκολονόητο. Η αποσβόλωσή μου αύξαινε από τις πολλές απορίες, πούπεοαν διά μιας στο λογισμό μου. Γιατί τώρα δεν τολμούσα να κυτάξω το Βαγγελιό στα μάτια; Γιατί την ντρεπόμουνα, σα να την έβλεπα πρώτη φορά; Γιατί έλεγε πως τώρα που μεγάλωσα δεν έπρεπε να με φιλούν; Κεγώ πούμουν τόσον ανυπόμονος να μεγαλώσω!