United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βρύσιν! — Και τα θαυμάσια Της Αρετής αένναα Νερά δεν βλέπω; Χύνονται Ποταμηδόν τρυγύρω μου, Την γην σκεπάζουν. Ω θνητοί, ποτισθήτε. Έαν το θείον πίετε Ρεύμα, ο πόνος με δάκρυα Την τράπεζαν, το στρώμα σας Ας βρέξη τότε. Ας έλθη τότε, ας έλθη Να σας περικυκλώση Με σκοτεινά, βρονταία Πεπυκνωμένα σύννεφα Η δυστυχία.

Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθή υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν. Τον όνον, την βαρέλαν και την γραίαν είχαμεν ακολουθήση μηχανικώς, από την παρά τους πρόποδας του λόφου βρύσιν μέχρι της εγγιζούσης κορυφής αυτού, ασθμαίνοντες και άφωνοι εκ της ζέστης και του καμάτου.

ΠΡΙΓΚΗΨ Ω άνδρες ανυπόταγοι, εχθροί της ησυχίας, 'ς το αίμα των γειτόνων σας τι βάφετε τα χέρια; Δεν θα μ' ακούσετε; Ω σεις, — ω άνθρωποι, — ω κτήνη, που θέλετε να σβύσετε του πάθους σας την φλόγα εις βρύσιν ολοπόρφυρην, 'ς το αίμα των φλεβών σας!

Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλλίτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι. Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν.

Αφού έφθασεν εις την κορυφήν του λόφου, κατήλθε πάλιν εις το ρεύμα, εις την υπώρειαν του βουνού με τας πολυσχιδείς πλευράς, το οποίον εκαλείτο η Βίγλες. Τις οίδε ποίοι παλαιοί κλέφταις εφύλαγαν άγρυπνοι καραούλια εκεί, και εντεύθεν είχε λάβη το όνομα. Έφθασεν εις την μικράν βρύσιν, εις την ρίζαν του βουνού. Έφεγγεν ήδη. Έπιε νερόν, εδροσίσθη, κ' ευθύς έφυγεν.

Γιαννακό, εψιθύρισα εις το ωτίον του συντρόφου μου, δεικνύων διά του δακτύλου το εκ στουπίου πώμα της βαρέλας· δεν θα ήτο νόστιμον ν' ανοίξωμεν την βρύσιν;

Μόνον το βράδυ-βράδυ, όταν διήλθεν η Πηγή μεταβαίνουσα εις την βρύσιν, η δυσθυμία του εφάνη διαλυθείσα· το μειδίαμα με το οποίον εκείνη συνώδευσε το καλησπέρα της εφώτισε το σκυθρωπόν πρόσωπόν του. Η Πηγή διήρχετο καθ' εκάστην εκείθεν, λοξοδρομούσα επίτηδες, οσάκις μετέβαινεν εις την βρύσιν. Από της ημέρας εκείνης μάλιστα διήρχετο πολλάκις. Η στάμνα της είχε μεταβληθή εις πίθον των Δαναΐδων.

Ο Αλής προσηγόρευεν αυτόν διά του χαριστικού «μπαμπά» και εσέβετο ως πατέρα. Ήτο τολμηρότατος, αιμοχαρής και άκαμπτος, Τούτον εφόνευσεν ο Κατσαντώνης, εις την παρά την Κρύαν Βρύσιν συμπλοκήν.

Αυτά συνέβησαν ύστερον, μετά δέκα χρόνους. Όταν δε μας συνήντησεν ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, επάνω στην Βρύσιν, στα Πλατανάκια, έμβρυον ήτον ακόμη εις τας φρένας του η μανία του θησαυρού, προς πλουτισμόν του Γένους, και ο Μαλάκιας το έμψυχον τερατώδες άγαλμα της λατρείας ταύτης.

Παρακάτω εις την βρύσιν, την πεντάκρουνον, του Προφήτου Ηλιού, εκάθησαν αι γυναίκες ν' αναπνεύσουν. Έπιον διαυγές ύδωρ από της αφθόνου πηγής και ανέκτησαν το θάρρος των ολίγον και τα χρώμα των. Ήτο ωραίον εκείθεν τα εξαπλούμενον έξοχον θαλασσινόν πανόραμα.