United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι δύο κόραι ακούσασαι τον διάλογον και ιδούσαι και τον βοσκόν ανεθάρρησαν και αυταί και επανήλθον, ενώ η μήτηρ αφόβως πλέον εισδύσασα εκ νέου εις την ευωδιάζουσαν λόχμην έφερε μετ' ολίγον άφθονον αγριαμπελιάν, δι' ης εζώσθησαν αι θυγατέρες και η γραία ευχομένη: — Σιδερένια η μέση μας! Και του χρόνου κορίτσια! Ήδη ο ήλιος καίων υψώθη εις τον ορίζοντα.

Αι νεάνιδες εκ περιεργείας επροχώρησαν προς την λόχμην, όθεν εγένετο άφαντος ο ληστής και εθεώρουν το δάσος. — Μα πώς πέρασε! Έλεγεν η Ελένη απορούσα. — Ένας τενεκές! ανεφώνησεν αίφνης η μικροτέρα, ιδούσα εκεί εν μέσω των θάμνων δοχείον κυλινδρικόν εκ λευκοσιδήρου. Ο γέρων, ως αρχαίος πλοίαρχος, έχων γνώσιν τοιούτων εκτάκτων ευρημάτων, ητένισε περιέργως προς την Φανιώ. — Φέρε τον εδώ! λέγει.

Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλλίτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι. Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν.

Πατών εις την καταπρασίνην εκείνην λόχμην και διά μέσου των τερπνών πεύκων αναβαίνων την βουστροφικήν οδόν του ο Μιστόκλης, ασθμαίνων από το βάρος του δισακκίου, ίστατο κατά δεκάδας βημάτων να ίδη πότε μεν τα γλαυκά του Σαρωνικού νερά και πότε τους θαλερούς αμπελώνας του Γουδίου.

Του γέροντος ο οποίος έμενεν εκεί ακόμη όρθιος με το καρυοφύλλι εις χείρας, την κεφαλήν κατωνεύουσαν, τεταπεινωμένος, συντετριμμένος και άλαλος. — Να, εδώ ένε! εφώναξε τις αίφνης, σπεύδων εις λόχμην καπνιζούσης χαμορίγανης. Και τω όντι ήτο εκεί η σφαίρα του καρυοφυλλίου, θερμή ακόμη, πεπλατυσμένη και παρέκει το χάρτινο πώμασμα ανέπεμπεν ολίγον κυανόφαιον καπνόν.

Αλλ' ο Δημήτρης εκ του κόπου, τον οποίον κατέβαλε κατερχόμενος το κατωφερές μονοπάτι του λόφου, κατέπεσεν εξηντλημένος εις μίαν λόχμην ροδοδάφνης, πριν ακόμη κατορθώση να φθάση εις την βρύσιν. Επροσπάθησε να συρθή με τα γόνατα έως εκεί, να πίη ολίγο νερό να δροσισθή αλλά δεν ηδύνατο καλά καλά ουδέ τον βραχίονα να σηκώση.

Ούτε η Κυβέρνησις της Κορίνθου τους είχε στείλη κανέν βοήθημα. Την είχαν κυνηγήσει τον κατήφορον από την κορυφήν τ' Άι-Θανασού, εις το οροπέδιον του Προφήτου Ηλία, με τας πελωρίας πλατάνους και την πλουσίαν βρύσιν, κ' εκείθεν εις το Μεροβίλι, στο πλάγι του βουνού, ανάμεσα εις τα ορμάνια και τους λόγγους. Αυτή εδοκίμασε να κρυφθή εις μίαν λόχμην βαθείαν, πλην εκείνοι δεν εγελάσθησαν.

Εκεί καθώς έκαιεν ο ήλιος, κ' έσιζον από ελαφράν πνοήν τα φύλλα των δένδρων, μικρός κρότος ηκούσθη άνωθεν, απ' τον ανατολικόν τοίχον του μοναστηρίου· μέσα από την βαθείαν λόχμην και τους πυκνούς θάμνους επρόβαλεν έν πρόσωπον. Γηραλέος άνθρωπος, μεγαλόσωμος, με τουφέκι εις τον ώμον, βέργαν εις την χείρα, και δύο πιστόλια εις το σελάχι περί την μέσην του. — Καλώς σας ηύρα· γεια σας, παιδιά.

Ιδών δηλαδή μακρόθεν τον Θανάσην ορμώντα προς τα επάνω, και διασχίζοντα ως μαινόμενον την πυκνή λόχμην, έκρινεν ότι και αυτός θα έπραττε φρονίμως να τον ακολουθήση, αφίνων την πεπατημένην οδόν. Και ούτω και ο αρχιληστής περίφοβος, υποπτεύων ενέδραν, παρεξέκλινε, και διά των ορέων βαδίζων κατόπισθεν σχεδόν του Θανάση, κατήλθεν εις τον απόκεντρον όρμον.

Ο Αγάλλος εύρε πρόφασιν, και απεμακρύνθη δεκαπέντε βήματα από την συντροφιάν του, έφθασε δε εις πυκνήν λόχμην, δίπλα εις μικρόν ρυάκιον, το οποίον έσκαζεν επί του όχθου, εις τους πόδας του βράχου, κ' εκεί εκάθισεν εν ρεμβασμώ, τάχα διά να εύρη δροσιάν και πρόσκαιρον μοναξίαν. Η γρηά Μανιά, όπου ήξευρε καλώς τα μονοπάτια, επήγεν από άλλον δρομίσκον και τον εντάμωσε.