United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήκουα τας φωνάς των, αλλά δεν διέκρινα τι λέγουν. Οι πρώτοι εκ του σώματός μας έτρεξαν προς συνάντησίν των. Ολόκληρος η μακρά μας στήλη επέσπευσε το βήμα διά των ελιγμών της κρημνώδους ατραπού, και εβάδιζα σπεύδων κ' εγώτελευταίος μετά του Μίρτου. — Τι συμβαίνει; τον ηρώτησα. — Κάτι τρέχει, απεκρίθη λακωνικώς.

Τοιαύτα διελογίζετο την νύκτα εκείνην η ημετέρα ηρωίς και πολλά άλλα ακόμη, άτινα αναγκάζομαι να παραλείψω, σπεύδων να τελειώσω την διήγησίν μου.

Κ' έφυγε μόλις εύρεν ευκαιρίαν χωρίς να τον εννοήση κανείς, σπεύδων ωσεί καταδιωκόμενος. Ο τόσος αλλαλαγμός κ' αι φωναί των βλάχων επί τη αναστάσει του Ιησού, τα φώτα και η χαρά εκείνη, η έξαλλος, έθλιβον την καρδίαν του σφιγκτά σφιγκτά, ως να την είχε συλλάβει χειρ Βριάρεως.

Τούτο κάλλιστα εγνώριζεν ο προφήτης Μωάμεθ, όστις σπεύδων ημέραν τινά να μεταβή εις την εσπερινήν προσευχήν επροτίμησε να κόψη διά ψαλλίδος την άκραν του ενδύματος του, παρά να ταράξη την ανάπαυσιν του επ' αυτού απoκοιμηθέντος ευνοουμένου του γάτου.

Εγνώρισε νεανίας την αθηναϊκήν πρωτεύουσαν, ελληνικήν έτι μικρόπολιν, και επανέρχεται να ίδη και θαυμάση την μακρόθεν φημισθείσαν εις τα ώτα του ευρωπαϊκήν μεγαλόπολιν. Εγνώρισε, φοιτών εις το πανεπιστήμιον προ ετών πολλών, τας στενάς ατραπούς, ας διέβαινε πρωινός τον χειμώνα, σπεύδων να καταλάβη θέσιν εις τον Παπαρρηγόπουλον.

Ήτο καθώς η αιφνίδιος κίνησις των φύλλων επί του εδάφους πριν ή η καταιγίς επιπέση. ― Οι Τούρκοι επλάκωσαν! Φύγετε! Κρυφθήτε, έκραξε τρέχων προς ημάς ο γέρων χωρικός. Ήμεθα όλοι ήδη εκτός της καλύβης, ουδέ είχομεν προετοιμασιών ανάγκην διά την φυγήν. Έλυσα σπεύδων τα ζώα από τα παρά την καλύβην δένδρα και εφύγομεν έντρομοι, ακολουθούντες και ημείς το ρεύμα.

Πας νέος βεβαίως, πολύ δε περισσότερον ο ηλικιωμένος, όταν ιδή ή και ακούση απλώς κανέν έκτροπον και όλως ασυνήθιστον, ποτέ δεν είναι δυνατόν να κατευνάση την αμφιβολίαν περί αυτού, τόσον αποτόμως σπεύδων, αλλά θα σταθή ωσάν να ευρίσκεται εις διασταύρωσιν οδών και να μη γνωρίζη καλά τον δρόμον, είτε τύχη μόνος του να βαδίζη είτε μαζί με άλλους, και θα ερωτήση τους άλλους διά την απορίαν του, και δεν θα ξεκινήση προηγουμένως, πριν να βεβαιωθή με την εξέτασιν της διευθύνσεως, πού άραγε θα τον οδηγήση.

Άμα δε ο Θράσυλος έμαθε την αναχώρησιν αυτού εκ της Μιλήτου, έπλευσεν αμέσως εκ της Σάμου με πεντήκοντα πέντε πλοία, σπεύδων να προλάβη την είσοδον του Μινδάρου εις τον Ελλήσποντον.

Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες, σαρονόμεναι υπό του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας μόλις πού και πού προκύπτει βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον οίκον του, όπου προσδοκά να εύρη θάλπος παρά την φλέγουσαν εστίαν και άρτον επί της τραπέζης.

Την στιγμήν εκείνην, μαθόντες οι ευθυμούντες παρά του καφεπώλου περί της επανόδου του κυρ Δημάκη, έσπευσαν να τον χαιρετίσωσι. Κ' ενώ εκείνος εισήρχετο σπεύδων να κλεισθή εις την οικίαν, ο καπετάν-Παρμάκης ηκούσθη με φωνήν βραχνήν σβυσμένην από του γαλακτώδους ποτού. — Καλά ήταν τ' ακρογιαλά, κυρ Δημάκη;