United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο άνθρωπος είδε τας δύο μαυροφόρας, άμα έφθασαν πλησίον εις τον περίβολον, να ίστανται προς στιγμήν ενώπιον της πύλης, ως να εδίσταζον. Ο Γιάννης της Στάμαινας εκρύβη όπισθεν προεξέχοντος όχθου της κυρτωμένης λοφιάς του υψώματος και τας παρετήρει με άπληστον περιέργειαν.

Ο Αγάλλος εύρε πρόφασιν, και απεμακρύνθη δεκαπέντε βήματα από την συντροφιάν του, έφθασε δε εις πυκνήν λόχμην, δίπλα εις μικρόν ρυάκιον, το οποίον έσκαζεν επί του όχθου, εις τους πόδας του βράχου, κ' εκεί εκάθισεν εν ρεμβασμώ, τάχα διά να εύρη δροσιάν και πρόσκαιρον μοναξίαν. Η γρηά Μανιά, όπου ήξευρε καλώς τα μονοπάτια, επήγεν από άλλον δρομίσκον και τον εντάμωσε.

Ήτο βραχύς, με πενιχρά ράσα κ' είχε δέκα έως δεκαπέντε τρίχας υπό το χείλος και τον πώγωνα. Το καλύβι ήτο καλοκτισμένον, περιποιημένον, με πολλά σκεύη κ' εργαλεία γεωργικά, με αχυρώνα και σταύλον· μικρά έπαυλις. Ο καπετάν Γεωργάκης εκάθησεν υπό την ελαίαν, δέκα βήματα κάτω του δυτικομεσημβρινού τοίχου, επί όχθου τινός του κατωφερούς εδάφους.

Εθεώρει την εξοχήν εκείνην ως γειτονίαν ιδικήν της και δι' αυτό έλεγε· «Πούαυτόν τον κόσμο». Εγώ την εχαιρέτησα κ' εκάθισα επί τινος όχθου, υπό δένδρον ελαίας, εις την εσχατιάν του ελαιώνος. Εκείνη ελθούσα απέθεσε το καλάθιόν της πλησίον μου, και περιστείλασα επιμελώς με τας δύο χείρας τα κράσπεδα της εσθήτος της, εκάθισεν ολίγον παραπέρα. — Τρως χαμάδες, να σε φιλέψω, εξάδελφε;

Εγώ είμαι κουρασμένος. Γκρου! Χρου!... — Να βράσω ολίγα λάχανα; — Τάντερά σου να βράσης, έγρυζεν ο γέρος. Γκου!.,. Την στιγμήν εκείνην εφάνη καλπάζων ιππεύς, όστις ήρχετο προς την καλύβην. Ηκολουθείτο δε υπό πεζού θεράποντος. Πριν ή φθάση εις την καλύβην, ο ιππεύς επέζευσε και εκάθισεν επί όχθου τινός της οδού. Απείχε δε περί τα πεντακόσια βήματα.

Ο βοσκός εστάθη επί του όχθου της γης, εφ' ου ευρίσκετο, υψηλός, ευθυτενής, με αγριόξανθον την τραχείαν στοιβωτήν κόμην, εστάθη ακουμβών επί της ράβδου του της μακράς και ήρχισε να σκέπτηται, και υποψίαι και φόβοι τον εκυρίευσαν.