United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλ' αυτά τ' ανεπόλουν και τ' αναπαρίστων με τον νουν μου, ως να είχαν συμβή χθες, και είχαν παρέλθει ήδη περισσότερα των είκοσιν ετών από τότε, είχαν εξέλθει της πολίχνης άμα τη δύσει του ηλίου, και είχαν πορευθή με την αμφιλύκην έως του Δράκου το ρέμμα, εκεί οπόθεν αρχίζει ο υψηλός, κάθετος ανήφορος του Βαραντά.

Για την Αμαρυλλίδα μου θα 'πώ ένα τραγουδάκι κ' οι γίδες βόσκουν στο βουνό κι ο Τίτυρος τις βόσκει. Βόσκε τις γίδες, Τίτυρε, και φέρε τες στο ρέμμα κ' έχε το νου στο Λιβυκό και στο βαρβάτο τράγο, τον τράγο τον ξανθόμαλλο, να μη σε κουτουλήση. Πώς δεν προβάλλεις στη σπηληά να με καλέσης νάρθω; Μ' εχθρεύεσαι το δύστυχο, γλυκειά μου Αμαρυλλίδα, ή μήπως τάχα από κοντά με βρίσκεις πλατομύτη;

Ποιος είνεΑσθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.

Λούζουνε τ' άσπρα τους κορμιά στο ρέμμα το καθάριο, Κι' απ' την πολλή την ωμορφιά κι' απ' τη μοσχοβολιά τους Μοσχοβολάει το νερό και λάμπει ο τόπος γύρα. Απλώνουν τα μαντήλια τους σταις πέτραις να στεγνώσουν, Καιτο σιαδάκι σταίνουνε χορό και τραγουδάνε. Η Κάλλω σέρνει το χορό, η πρώτη των Νεράιδων, Και τραγουδάει η δεύτερη κι' ακολουθάν η άλλαις.

Εξέσφιξαν τες ίγγλες, έδεσαν τα προκόβια 'ςτα σαμάρια, έβγαλαν τα καπίστρια, πεδίκλωσαν κι απόλυκαν τα δεκατρία μουλάρια τους να βοσκήσουν 'ςτα ξηραμένα χορτάρια της πλαγιάς απόπερ' από το ρέμμα. Εγιοματίσαμε. Ήτον η σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου κ' εφάγαμε, ξερό ψωμί μ' ελιές και με ξύδιένα πινάκι ξύλινο πώφερνε μαζί του ο Γάκης ο Γκιτρίμης.

Η σελήνη δεν είχεν ανατείλει ακόμη, επειδή ήτο δύο ή τρεις ημέρας μετά την πανσέληνον. Μέσα εις το ρέμμα, βαθειά κάτω, αντήχει ο ρύχθος του χειμάρρου, του σχηματιζομένου από τας χιόνας τας λυομένας. Και είς υληλός μαύρος βράχος ίστατο απέναντί μου, μυστηριώδης εις το σκότος. Ήτο κατά Μάρτιον μήνα.

Το χειμώνα δύσκολη η βουνήσια ζωή, χιόνι πάρα πολύ, το κρύο είνε ανυπόφορο, ο δρόμος άσωτος, όπου και κακοτοπιά αποκλειέται, μαρτυράει ο κοσμάκης. Ένας καλόγερος κοντόχοντρος, κατακόκκινος, με κατάμαυρα γένεια, με χοντρά πλεχτά ράσα και μυτερό σκούφο, μ' ένα σωρό κλειδιά στο ζωνάρι του, μας ζύγωσε: — Ευλογείτε, πάτερ, τι καθόμαστε, δεν είν' ώρα για το τραπέζι; Είμαι ντιπ ρέμμα!

Μόνον πριν φθάση ακόμη εις την κορυφήν του λόφου, εφ' ου ίσταται το παρεκκλήσιον, και οπόθεν ανοίγεται μεγάλη θέα προς τον λιμένα και την πόλιν, είδεν εκεί δεξιά της χαμηλά εις το βάθος μικράς κοιλάδος, ήτις καλείται της Μάμους το ρέμμα, και τέμνει κατ' αμβλείαν γωνίαν την άλλην βαθείαν κοιλάδα του Αχειλά, τον ευρύν και καλώς καλλιεργημένον κήπον του Γιάννη του Περιβολά, και είπε μέσα της·

Ξάφνου πελάγωσε ο δρόμος μου και κατάθολο ορμητικό ρέμμα νερού μου πόντιασε τα καλαμοπόδαρα ως τα γόνατα. Σύνωρα η μαυρίλα με κυκλώνει πηχτότερη, η βροχή πέφτει πλιο πυκνή και πλιο δαρτή και 'ςτο πλάγι μου ο κεραυνός εμπουμπούνιζε τρανταχτά κι άγρια τον αθέρα κ' εφώτιζεν υπέρλαμπρα τη σκοτεινάδα, ως πώμεινα πολλήν ώρα ολότρομος με κλεισμέν' από τη θαμπάδα τα μάτια.

Δεν έτυχε ποτέ να ιδής ξανθομαλλούσαις τέτοιαις Να συγκρατιούνται 'ςτό χορό, να σειούνται, να λυγιούνται, Κι' απ' τα γλυκά τραγούδια τους ν' αντιλαλή το ρέμμα. . . Αχ! νάταν τρόπος μια απ' αυταίς απόψι να φιλήσω, Κι' όλος ο κάμπος ας πνιγή και τα βουνά ας κλεισθούνε. — Και τέτοια νύχτα εδιάλεξες να πηλαλάς 'ςτά δάση; — Σώπα, σεΐζη, δε φτουρώ τη φλόγα της αγάπης. Θα πάω απόψι, κι' ας χαθώ.