United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκραξε την γυναίκα και της είπε. — Τ' ακούς, Κουμπίνα; Το βράδυ, σαν σουρουπώση, να πας ν' ανάψης τα καντήλια τ' Άι-Προκοπίου, κάτω στο ρέμμα. Το έχω τάξιμο από καιρό. Μεθαύριο είνε η μνήμη του, κι' αύριο δεν θα πάρης εύκολα αράδα, θα κουβαλήσουν χίλια λαδικά.

Η αρμάδα η τουρκική ηύρε το ρέμμα της θάλασσας, και το ρέμμα-ρέμμα, δω τους είχε, κει τους είχε, τους έφτασε απ' το πλάι. «Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλλικάρια, που δεν πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά.

Πριν φτάσουμε στην εκκλησιά, μέσ' το ρέμμα, ηύραμ' ένα τσέλιγκα, μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Καθίσαμ' εκεί κοντά, να ξαποστάσουμε και να συγυρισθούμε, πριν πάμε στην εκκλησιά. Η γυναίκα του τσέλιγκα μας είδε που καθίσαμε, κ' ήρθε κοντά μας. Ο Λευθέρης, που από 'βδομάδες μπροστά ήτον κομμένη η όρεξί του και δεν έτρωγε τίτοτε, σαν εκαθίσαμε, μου λέει·Πείνασα, καϋμένη γυναίκα. Κόψε μου λίγο ψωμί.

Έρχομαι, απ' το χωριό, απ' τον ·Άι-Γιαννάκη, απ' του Συνοδάρη, απ' τη βρωμόβρυσι, απ' τα Φιλιππέικα, απ' της Μαμούς το ρέμμα, απ' της βίγλαις, απ' του Σαμέλου, απ' το Πετράλωνο . . . — Όλα αυτά τα μέρη τα έχεις γυρίσει, Παγώνα; — Όλα, κι' άλλα ακόμα . . . — Μην είδες πουθενά τον γαμπρό μου τον Αγάλλο;

Την χρονιάν εκείνην δεν υπήρχε καρπός ελαίας, διότι αι ελαίαι εκαρποφορούσαν «δευτοροχρονιά». Άλλως, ας ήτο και Κυριακή, εξάπαντος θα ευρίσκομεν ίχνη ανθρώπου εις τα μέρη εκείνα. Κάτω προς τον αιγιαλόν, εις το βαθύ ρέμμα, υπήρχον, ή μάλλον εσώζοντο από παλαιού καιρού, ολίγοι νερόμυλοι, εφθαρμένοι, σχεδόν ερείπια. Ίσως δύο εξ αυτών εδουλεύοντο από καιρού εις καιρόν.

Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμμα για να κάμετε ματζούνι για την γυναίκα σου! . . . επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη . . . Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή! . . . Μπαίνω μέσα . . . Ακούω, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα!

Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας. Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή.

Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλλίτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι. Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν.

Από πού, θαρρείς, έγεινε καπετάνιος, με δυο καράβια, ο Γιάννης ο Σκοινάς; Είχε εργάτες στο χωράφι, κάτω απ' την Αραδιά, κατά το γιαλό, κοντά στο ρέμμα. Ήτον Σάββατον βράδυ. Όλη μέρα ξεσκάλωναν, βοτάνιζαν, έσκαβαν.

Αποδώ αραδίζουν, πηγαίνουν, έρχονται. Την νύχτα βλέπουν και στοιχειά κάποτε εδώ στο ρέμμα. — Και σαν τι στοιχειά; είπα εγώ. — Λέω την νύχτα, επέφερεν ο Νικολός, ακόμη και την ημέρα. Νεράιδες, νεράιδες είδαν με τα μάτια τους να χορεύουν, εδώ κάτω στο ρέμμα, σιμά στην βρύσι.