United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την χρονιάν εκείνην δεν υπήρχε καρπός ελαίας, διότι αι ελαίαι εκαρποφορούσαν «δευτοροχρονιά». Άλλως, ας ήτο και Κυριακή, εξάπαντος θα ευρίσκομεν ίχνη ανθρώπου εις τα μέρη εκείνα. Κάτω προς τον αιγιαλόν, εις το βαθύ ρέμμα, υπήρχον, ή μάλλον εσώζοντο από παλαιού καιρού, ολίγοι νερόμυλοι, εφθαρμένοι, σχεδόν ερείπια. Ίσως δύο εξ αυτών εδουλεύοντο από καιρού εις καιρόν.

Επόθουν, αλλ' η συνοδεία των οικείων μου, μεθ' ων ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μου το επιτρέψη. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 180 . . . . καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί·ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών.

Μίαν χρονιάν, πριν έλθωσιν ακόμη αι μεγάλαι εορταί του χειμώνος, οι δύο ειρημένοι πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας κι' ο Πέτρος ο Γύφταρος, διαβολική συνεργεία είχαν μαλλώσει μεταξύ των.

Την χρονιάν εκείνην είχε κολλήσει &στον νουν του Κουμπή&, ότι έπρεπε να χωρίση την γυναίκα του, επειδή ύστερ' από 15 χρόνων συζυγίαν δεν του είχε κάμει παιδί. Ο Κουμπής δεν ενόει να έχη παλλακίδα — «πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός». Αυτό το ρητόν σχεδόν μόνον απ' όλην την Γραφήν ήξευρεν. Ανάγκη πάσα να τραβήξη τις το σκοινί τουνα βαστήση τον ζυγόν του, να μεταφέρη το φορτίον του.

Και δύνασαι ν' απαιτήσης από τον δυστυχή εκείνον, που η ζωή του τρώγεται ολοένα από χρονίαν αρρώστεια, δύνασαι ν' απαιτήσης απ' αυτόν να θέση τέλος διά μιας εις τα βάσανά του μ' ένα μαχαίρι; Και μήπως το κακόν, το οποίον κατατρώγει τας δυνάμεις του, δεν του αφαιρεί συγχρόνως και το θάρρος να ελευθερωθή απ' αυτό;

Δηλαδή θα προτιμήση να ευχαριστηθή δυνατά ολίγον καιρόν, παρά πολύν καιρόν ελαφρά, και να ζήση μίαν χρονιάν καλά παρά πολλά έτη όπως τύχη, και να κάμη μίαν πράξιν καλήν και σπουδαίαν παρά πολλάς και μικράς. Και βεβαίως εις τους θυσιαζομένους χάριν άλλων ίσως αυτό συμβαίνει. Επομένως εκλέγουν μέγα καλόν διά τον εαυτόν των.

Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί.

Την μίαν χρονιάν ημπόρεσε μόνον να κτίση τεσσάρας τοίχους λασποκτίστους, μικρούς και χαμηλούς, και να τους στεγάση· την δευτέραν χρονιάν κατώρθωσε να πετσώση κατά τα τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να κατασκευάση μικρόν πάτωμα, με διαφορά σανίδια, ανόμοια, παλαιά και νέα, και, χωρίς να χάση καιρόν, ανυπομονούσα, πότε να «ξελευθερωθή» από την τυραννίαν της ανδραδέλφης, η οποία εγήραζε κ' εγίνετο παράξενη, εκουβαλήθη, κ' επήγε να εγκατασταθή, μαζί με τον σύζυγόν και τα τέκνα, εις την «γωνιάν» της, εις την «φωλιάν» της, εις την «άκρην» της.