Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Έκραξε την γυναίκα και της είπε. — Τ' ακούς, Κουμπίνα; Το βράδυ, σαν σουρουπώση, να πας ν' ανάψης τα καντήλια τ' Άι-Προκοπίου, κάτω στο ρέμμα. Το έχω τάξιμο από καιρό. Μεθαύριο είνε η μνήμη του, κι' αύριο δεν θα πάρης εύκολα αράδα, θα κουβαλήσουν χίλια λαδικά.
Ποιος ξέρει αν δεν θα βγουν οι Τουρκαλάδες όξω στη στεριά, να πάρουν αράδα της αβραγιές και τα χωράφια. Η Λελούδα θα φοβάται να 'ρθή μαζί μου. — Ακούς τι σ' λέω, Κουμπίνα; Εσύ να την καταφέρης να 'ρθή μαζί σου.
Ο Κουμπής το εστοχάσθη. Εκύτταξε καλά, το ίδιον στήθος και τον κορμόν και τας χείρας του, και το ανεκάλυψεν. Εξήλθε δρομαίως. Εφρύαξε κ' έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λελούδα. Αι δύο γυναίκες είχον ενδυθή. Εφόρεσαν η παλαιά Κουμπίνα τα σεμνά και ταπεινά της, κ' η νέα τα νυφιάτικα, τα οποία δεν είχε φορέσει στον γάμον της, κ' ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι, διά την εκκλησίαν.
Μη φοβάσαι τίποτε, παπά μου· έχω ορισμόν απ' τον Αχμέτ Πασά. Αλλοιώς, θα θυμώση ο Πασάς μ' εμένα, και με σας τους παπάδες, πως δεν του έκαμα τον λόγον του. Την ώραν που έβγαιναν η Κουμπίνα κ' η Λελούδα από τον Άγιον Προκόπιον, όπου είχον ανάψει τα κανδήλια, είχε σουρουπώσει πλέον, και σκότος ήρχισε ν' απλώνεται εις όλην την κρημνάδα αυτήν.
Είτα επρόφερε: — Να με σχωρέσης! — Σχωρεμένη και βλοημένη νάσαι, είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα. Θα στείλω μαστόρους να το μερεμετίσουν, ό,τι χρειάζεται, σήμερα. Και σε περικαλώ, όσο μπορείς, να τάχης καλά με την Κουμπίνα. — Εγώ θα τάχω καλά με την νέαν Κουμπίνα, όπως τα είχα και με την Λελούδα, απήντησεν η απλή ψυχή.
— Στη φεργάδα, επανέλαβεν ως ηχώ η Κουμπίνα. Ο Κουμπής, διά να μη τρομάξουν παρά πολύ αι δύο γυναίκες, είχε σκεφθή ότι προκριτώτερον θα ήτο να λάβη αυτός μέρος εις την σκηνήν της απαγωγής. Η Σεραϊνώ, μαντεύσασα παραχρήμα τι έμελλε να συμβή, ταπεινή και εγκαρτερούσα, επέστρεψεν εις την οικίαν, έπεσε γονυπετής προ των εικόνων και προσηυχήθη. — Έμεινε στην Αγία-Κυριακή.
Η Κουμπίνα της είπεν, ότι δεν είχον να φοβηθούν τους Τούρκους, καθότι μέσα στα καράβια ήσαν και πολλοί ναύται χριστιανοί. Υδραίοι και άλλοι, κι' αν θα έβγαιναν και Τούρκοι, οπού δεν ήτο πιθανόν να έβγουν, διότι άμα θα εφυσούσε καιρός, στο αμπαγιέρι, ευθύς η αρμάδα θα έφευγε.
Θε μου, Άι-Προκόπη μου. — Αχ! Παναγία μου! Πριν αρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος εξόπισθεν του βράχου προέκυψεν, ο Κουμπής. — Μη φοβάσαι, αθώα Λελούδα! Κουμπίνα, να πας στο σπίτι σου. Έλα μαζί μας, Λελούδα. — Να 'ρθή; πού να 'ρθή; Σε καλό σου, Κουμπή, ετόλμησε να ψελλίση η Κουμπίνα. — Σύρε στο σπίτι σου, Κουμπίνα, επανέλαβεν ο σύζυγός της. — Λελούδα, έλα θα πάμε στην φεργάδα.
Και ποιος μπορεί να σας πειράξη, χριστιανός ή τούρκος ή άλλος, ας είνε και διάβολος με τα κέρατα; Δεν ξέρεις ότι τάχω καλά με τσ' αγάδες; Έχουν άλλοι από μένα εδώ στο χωριό κονσόλα κι' αποκούμπι; Εγώ είμ' εδώ. Ποιος θ' αποκοτήση να σας πειράξη; Η Κουμπίνα, αν και δεν ημπόρεσε να καταδαμάση την αλλόκοτον υποψίαν που της ήλθε στον λογισμόν, συνεμορφώθη με την παραγγελίαν του συζύγου της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν