Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Πήγες σ' την Πόλι; Κολακεύει πάλιν τον έφηβον υιόν του ο πλοίαρχος, ενισχύων αυτόν εν τη αγρυπνία του. Να πας σ' την Πόλι και να ιδής! Να ιδής αγάδες και να ιδής χανούμισσαις! Να ιδής αγάδεςτα άλογα και χανούμισσαιςτους μπιαντέδες σαν ζωγραφιαίς.

Τόσον υποχρεωτικός ήτο, ώστε όταν οι πελάται του αγάδες δεν είχον πλέον χρήματα να του δίδουν, τους εδάνειζε με τόκον διά να εξακολουθούν να δαπανούν και ναποκτηνούνται διά της μέθης. Δεν εφοβείτο δε να χάση τα δανειζόμενα, διότι είχεν υπέρ αυτού την σχεδόν απεριόριστον εξουσίαν του Μουδίρη.

Όλον το πέλαγος εσείσθη και το Κάστρον αντικρύ επήγε και ήλθεν από τον κρότον και τον κλόνον. Δύο γυναίκες γειτόνισσαι, που δεν είχον ύπνον κ' ελαγοκοιμούντο, πλαγιασμένοι η μία εις έν υπερώον, πλησίον εκεί στης Αναγκιάς, η άλλη εις έν κτήμα, ολίγον παρακάτω, ανεσκίρτησαν. Η πρώτη εσηκώθη, έρριψε βλέμμα έξω, κ' ηρώτησε τον νυκτοφύλακα, τι τρέχει. — Οι αγάδες έχουν ραμαζάνι, απήντησεν ο άνθρωπος.

Αλλά και οι άλλοι Τούρκοι είχον σαγηνευθή υπό των κολακευτικών και υποχρεωτικών τρόπων του Σμυρνιού. Δι' αυτόν όλοι ήσαν αγάδες και μπέηδες, ακόμη και ο Μεβλούτης ο σαγματοποιός.

Και ποιος μπορεί να σας πειράξη, χριστιανός ή τούρκος ή άλλος, ας είνε και διάβολος με τα κέρατα; Δεν ξέρεις ότι τάχω καλά με τσ' αγάδες; Έχουν άλλοι από μένα εδώ στο χωριό κονσόλα κι' αποκούμπι; Εγώ είμ' εδώ. Ποιος θ' αποκοτήση να σας πειράξη; Η Κουμπίνα, αν και δεν ημπόρεσε να καταδαμάση την αλλόκοτον υποψίαν που της ήλθε στον λογισμόν, συνεμορφώθη με την παραγγελίαν του συζύγου της.

« Ομέρ-Βριώνης κι' ο Κιοσσέ » Μεχμέτ-πασσάς διαβαίνουν » Το ποταμάκι της Γραβιάς » Με δώδεκα χιλιάδες. » Από μακριά τους φώναζα: » — Παλιαιότουρκοι! . . . Αγάδες! » Σταθήτε! . . . Πού πηγαίνετε; . . . — » Όμως αυτοί προβαίνουν

Αυτό υπομονή· μα το νόστιμο είναι που κι αυτή ξελαγιάστηκε. Τους πρώτους πέντ' έξη μήνες έκαμε κάτι. Έμαθε τα μικρά να διαβάζουν, και να λεν πως υπάρχει εκεί κάτω και μια ρωμιοσύνη δίχως αγάδες. Το πρωί όλ' αυτά. Ταπομεσήμερο είχε κέντημα και ράψιμο. Οι μεγαλήτερες δίδασκαν τις μικρότερες, κ' η δασκάλισσα πήγαινε στην κάμαρά της να ξεκουραστή.

Οι Αγάδες » Φεύγουνε 'δώ, φεύγουνε 'κεί, » Και δεν γυρίζουν πάλι.» « Μαθαίνω· η Ακρόπολι » Κινδύνευε να πέση »'Σ του Κιουταχή τα χέρια. » Πιάνω 'κεί μετερίζι, » Αλλ' εγώ πέφτω άρρωστος » Ο Πόλεμος αρχίζει. » Και τη σκηνή μου κλείσανε » Οι Τούρκοι μεςτη μέση.» « Και άρρωστος 'πετάχτηκα » Με το σπαθί μου έξω. » Βλέπω τα παλληκάρια μου » Να φεύγουνε.

Πολλοί ανεύρον τους αδελφούς των Τούρκους αγάδες, πλούτου κομιστάς εις τα παράλια, άλλοι ανεκάλυψαν τας αδελφάς των Σουλτάνες, χανούμισσες εις τα χαρέμια. Έκτοτε η Μελαγχρώ, ήτις ήτο κατά δύο έτη μικροτέρα, εξήφθη, υπερηφανεύθη και ήθελε να γείνη και αυτή μεγάλη κυρία. Το είδος τούτο της τρέλλας μετεδόθη βραδύτερον και εις την μητέρα της.

Είτα και πάλιν ήρχιζε να μονολογή: — Έχουν αξία όλα τ' άλλα πράγματα, κυρά μου, εις έναν κόσμο, που μόνον οι παράδες έχουν τιμή;... Αχ! κεφάλι, κεφάλι, που θέλεις χτύπημα στον τοίχο αυτόν τον ραγισμένο, στο ντουβάρι, αυτόν το μουχλιασμένο, το βρώμικο... Πότε θα βάλης γνώσι;... Έπρεπε να ζη διακόσια, πεντακόσια χρόνια ένας άνθρωπος, για να μπορέση να καταλάβη καλά τον κόσμο... Σαν ξαναγένω νύφη, ξέρω και καμαρώνω... Καλά το λεν οι Αγάδες εκεί πέραμωρέ, πού είστε, τάγια χώματα;... Του Ρωμηού η γνώση ύστερα έρχεται... &Γιουννανίν ακίλ σουραντάν γκελίορ!&

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν