United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αγάλλος ήτο 22 ετών, υψηλός και εύμορφος, γαλανός, όπως ο πατήρ του. Είχεν αρχίσει από τριών ετών να κάμνη ταξείδια επάνω στον Ποταμόν, εις την Βλαχίαν, κ' εκείθεν είχεν επανακάμψει προ ολίγων μηνών, φέρων ολίγας εκατοντάδας φλωρίων, ως πρωτόλεια, εις τους γονείς του. Είχε κρατήσει πέντ' έξ διά να ευθυμήση με τους φίλους του.

Εξέτασε χθες τη γυναίκα σου και μ' εβεβαίωσε ότι μετά πέντ' έξ μέρες θα γεννήση! . . . Με παρετήρει, ως να μην εννοούσε . . . Μετά τινα δευτερόλεπτα με λέγει, και η σιαγών του έτρεμε πολύ τώρα. — Πώς δηλαδή; . . . — Μα δεν εννοείς, καϋμένε άνθρωπε; Η γυναίκα σου είνε μόλις έξ μήνες που ήλθε και . . . Απέστρεψα το πρόσωπον, διότι κάτι μου έσφιγγε τον λαιμόν.

Ήμην νέος κ' εγέρασα, που δεν έπαψαν να ψάχουν για γρόσια, στο Έρμο Κάστρο, και στην Παναγιά την Ντομάν, και στ' Αχειλά το ρέμμα, και σε κάθε ξωκκλήσι, και σε κάθε βράχο, και σε κάθε σπηλιά, και στα Πέντ' Αδέρφια, και στην Καμμένη Πέτρα, και στο Κακόρρεμμα.

«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! . . . Η μεγαλείτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι' αυτή η φτωχιά! . . . Θαρρώ πως έχει πέντ' έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα . . . απ' αυτά τα εφτάψυχα

Αυτό υπομονή· μα το νόστιμο είναι που κι αυτή ξελαγιάστηκε. Τους πρώτους πέντ' έξη μήνες έκαμε κάτι. Έμαθε τα μικρά να διαβάζουν, και να λεν πως υπάρχει εκεί κάτω και μια ρωμιοσύνη δίχως αγάδες. Το πρωί όλ' αυτά. Ταπομεσήμερο είχε κέντημα και ράψιμο. Οι μεγαλήτερες δίδασκαν τις μικρότερες, κ' η δασκάλισσα πήγαινε στην κάμαρά της να ξεκουραστή.

Προφθάνεις να ετοιμασθής; σ' αρέσει τόση βία; θα γείνουν όλα ήσυχα, μ' ένα η δύο φίλους· διότι εάν κάμωμεν ξεφάντωμα μεγάλον, ενώ ακόμη σήμερα 'σκοτώθηκ' ο Τυβάλτης, μπορεί ο κόσμος να ειπή, ότι τον συγγενή μας δεν τον ελυπηθήκαμεν και δεν μας πολυμέλει. Λοιπόν, θα προσκαλέσωμεν πέντ' έξη μόνον φίλους, και τελειόνομεν. Αλλά, σου έρχεται η πέμπτη; ΠΑΡΗΣ Επεθυμούσα κι' αύριον να ξημερόνη πέμπτη.

Μου είπαν, πέντ' έξη πεθεράδες είν' έτοιμες, για να μου στείλουν προξενιά, ακούς; . . Τρελλαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ' ακούς; . . . Χαράεμένα! . . . Ποια κι' άλλη θάχη την τύχη μου; Και τάζουν . . . . και τι δεν τάζουν! . . . Μα έννοια σου, ημείς θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη . . . Έτσι κ' έτσι δε μας γελούν εμάς . . . Κουράγιο . . . κάμε, να γένης καλά, παιδάκι μου!

Τώρα πρέπει να βγη το ψωμί όπως όπως. Θα πης, και τι να σου κάμη λαός που φορτώνεται πεθαμμένη γραμματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθης! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ' έξη νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο... Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ' έξι; Σπολλάτη!

ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι. ΠΡΟΣΠ. Ωσάν τι θυμάσαι; άλλην κατοικίαν, ή άλλους ανθρώπους; Εικόνισέ μου το καθετί, που η μνήμη σου έχει φυλάξει. ΜΙΡ. Είναι πέρα, πέρα, και κάλλια ως όνειρο παρ' ως πράμμα βέβαιο, που ν' αναπαύεται στην ενθύμησή μου. Δεν είχα έναν καιρό πέντ' έξη γυναίκες οπού μ' επρόσεχαν; ΠΡΟΣΠ. Τες είχες, και περισσότερες.

Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς; Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο . . . — Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του.