United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γούρμασε το κορίτσι, γριά! γούρμασε το κορίτσι και δε μαζώνεται! της λέει σήμερα ο γέρος εκεί που δούλευαν στον προσηλιακό. — Σώπα, καϋμένε γέρο! πάψε πια τις μουρμούρες σου και δε βαστώ· του είπε η γριά φουρκισμένη. Τι το θέλεις μαθές· ολημέρα να κάθεται κοντά μας σαν τη γάτα στη γωνιά! — Αλήθεια, μωρέ γυναίκα, γωνιά· και τι γωνιά; γύφτικη π' ανάθεμα τη! είπε ο γέρος στενάζοντας.

Θα ήσαν εκεί άνθρωποι από όλα τα γερμανικά καντόνια. Καϋμένε Ρούντυ! Θα έλεγε κανείς, ότι δεν είχεν εκλέξει ευτυχή ημέραν διά την εις το Βεξ επίσκεψίν του. Τώρα έπρεπε να επιστρέψη. Επέστρεψε λοιπόν και εβάδισε πέραν προς τον άγιον Μαυρίκιον και την Σιών, προς την κοιλάδα της πατρίδος του, προς τα βουνά της πατρίδος του, αλλά δεν απεθαρρύνθη.

Ε λ έ ν η. Σκηνή Ε'. Ελένη και Κώστας. Η μαμά, τα κορίτσια δεν κατέβηκαν ακόμη; Ε λ έ ν η. Ούτε καλή μέρα, δεν μου είπες. Πώς άλλαξες, καϋμένε Κώστα. Άλλοτε, όταν μ' εύρισκες μόνη έκανες σαν τρελλός από χαρά. Και τώρα που έχω μάλιστα και τόσα νέα να σου πω. Κ ώ σ τ α ς. Ενόμιζα ότι τα νέα σου θα τάλεγες τώρα εις άλλον. Και ότι ημείς δεν έχομεν τίποτε να πούμεν.

Τι να γείνη! — Και θα έχης ώραις εις τον δρόμο. — Είμαι περήφανος 'στά πόδια, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων τους στρεβλούς πόδας του. — Το ξεύρω. — Μ' εστείλανε διά δουλειά. — Διά τι δουλειά; — Τώρα θα σου πω. Άφησέ με να ξαποστάσω, είπε καθίσας. — Ξαπόστασε, καϋμένε Τρέκλα. Και αυτός ο σκύλος πώς ευρέθη; — Με ακολούθησε. — Σε ακολούθησε; είπεν ο Θευδάς. Θέλεις να πης, σου έδειχνε το δρόμο.

Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο, μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. αλλάτον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος, οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470 παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν• «καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα, αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσηςτο σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».

Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν, και του έδιδαν οι ποιμένες ξυνόγαλα κ' έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν·Δεν πας, καϋμένε, Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια στο ρέμμα μέσα; Τούτο ήτο ασφαλές σημείον ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κ' έφευγε.

Τούχα γνωρίση 'ς τ' 'Αγραφα... Πούσαι καϋμένε, Δίπλα, Να ιδής που δεν εβράχνιασεν ο λάρυγγάς του ακόμα!.. Έψησ', εμαύρισε καρδιαίς... Θα εδάγκασε κουφάρι.. Το βόλι δεν εδιάβηκε ... Γονάτισ' ένας ... πέφτει... Καλή αρχή... ματώθηκαν... ανάφτει το γεφύρι... Πώς πολεμούνε τα σκυλιά!... Διάκε; ...καπνός... δε βλέπω. — Καλήτερα για σένανε.

Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την επεθύμησα την Αθήνα μας. Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε: — Δος μου τώρα μια δεκάρα! — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα. — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα! Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον κουτσαβάκην.

Ο δε ναύκληρος έτοιμος πάντοτε, πληρώσας άλλα ποτήρια κονιάκ προσέφερεν εις όλους λέγων πάλιν: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Κατόπιν ο καπετάν-Φαφάνας εξηκολούθησεν: — Άιντε τώρα σε όλους, με παρώτρυνεν ο πατέρας μου. Μη φοβάσαι!

Εξέτασε χθες τη γυναίκα σου και μ' εβεβαίωσε ότι μετά πέντ' έξ μέρες θα γεννήση! . . . Με παρετήρει, ως να μην εννοούσε . . . Μετά τινα δευτερόλεπτα με λέγει, και η σιαγών του έτρεμε πολύ τώρα. — Πώς δηλαδή; . . . — Μα δεν εννοείς, καϋμένε άνθρωπε; Η γυναίκα σου είνε μόλις έξ μήνες που ήλθε και . . . Απέστρεψα το πρόσωπον, διότι κάτι μου έσφιγγε τον λαιμόν.