Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Αλλ' ο ψυχρός αήρ είχε καταστήσει δύσκαμπτα ως κόκκαλον τα λεπτά και πλήρη χιόνος ενδύματά της· οι πόδες και αι χείρες της είχον γίνει από ερυθρών λευκότατοι, η κεφαλή της επόνει σφοδρότατα. Έκαμεν εντούτοις ολίγα βήματα κ' έπεσε τέλος χαμαί μετά του αδελφού της. — Γιάννο! καϋμένε, Γιάννο! εψιθύρισεν ασθενώς.

Μ' ευτυχίαις όλων μάγευε τ' αυτιά ... μη, καϋμένε, ήσαι τόσο σιχαμένος! φθάνει κι' η μουρμούρα κι' η τσαναμπετιά, πέρασε μια ώρα ευχαριστημένος. Πότε τέλος πάντων θε να ξεθυμάνης; πότε πια τη γρίνια θα την βαρεθής; την ψυχρή σου γλώσσα πότε θα ζεστάνης;... Φα την επί τέλους, πριν να φαγωθής.

Καμμιά ζημιά θ' άχουμε πάλι, γυναίκα, είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος κρυφίως εις την σύζυγόν του. Και είτα στραφείς προς τον κολλήγαν ηρώτησε. — Τι έχ'ς εδώ μέσα, μωρέ κολλήγα; Καμμιά γάτα αγόρασες για το μανδρί; Δεν έλεγες, καϋμένε, να σου δώση ένα από τα παιδάκια της η Κρατήρα; Κύτταξέ τα θρεμμένα που είνε. Σαν καλογερικά!

Κοντεύεις, Δημητράκη; — Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω κι' όλα, και κατακόπηκα . . . — Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως. — Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα; — Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν· μόνον την τραχηλιά μου έχω να βάλω.

Το εφύσα και δεν εκρύονε. Τον Μπάρμπα-δήμαρχον δεν τον έμελε τόσον. — Καρφί δεν σου καίγεται, καϋμένε! Εφώναζεν ενίοτε η Μιλάχρω. — Τι να σ' κάμω κ' εγώ; απήντα. Κλάρες είνε για να σ' κουβαλήσω; — Να τ' τάξης μέτρημα! — Τώρα θα πά 'να το κόψω απ' τον τοίχο! Και έφευγεν.

Βρίσκει ένα γέρο και 'ρωτά: — Πες μου, καϋμένε γέρο, Τ' είν' τ' άσπρο εκείνο το ψηλό μέσ' 'ς το βουνό το πέρα; Μην είν' παληό ερημόκκλησο, μη στοιχειωμένος πύργος, Μη είν' παλάτι ερημικό; — Του Ήλιου είν' το παλάτι, Του ωραίου, του ολόφωτου θεού. Αυτός γυρνάτον κόσμο Φως για να δώση και ζωή με ταις λαμπραίς του αχτίδες.

Άφτε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος, καϋμένε . . . . Μην τώχεις μικρό πράμμα . . . . Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτα. . . . Μου κάνεις τη χάρι, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είνε πουθενά; — Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.

Είμεθα κ' εγώ και συ, καϋμένε, μαζή γραμμένοι ‘ς το πικρόν της συμφοράς βιβλίον! Δος μου το χέρι σου. Εγώ εσένα θα σε θάψω εις μνήμα θριαμβευτικόν... εις μνήμα; όχι! Φάρον! διότι αναπαύεται εδώ η Ιουλιέτα, κ' η ευμορφιά της χύνει φως στου τάφου ταις καμάραις! Εδώ 'ξαπλώσου, ω νεκρέ! ένας νεκρός σε θάπτει.

Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου. — Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.

Ήνοιξε λοιπόν αυτήν αμέσως και προσφέρων ποτήριον προς τον ελθόντα και προς τους άλλους είπε: — Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω! Ταυτοχρόνως εχρεμέτισαν επάνω οι εξαρτισμοί του πλοίου, ως να έτρεχον ίπποι εις την πεδιάδα, θαρρείς κ' εχαιρέτιζον τους πίνοντας ναύτας, κ' εκυλίσθη δεξιά και αριστερά η Σκίαθος ως να ητοιμάζετο ν' ανοίξη τα πανιά της.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν