Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Πώς μου τα είπες; Τάκαμα όλα σαλάτα μέσατο κεφάλι μου, όπως κι' επάνωτο τραπέζι μου. Εδώ έγεινε, βλέπεις, σωστό εμπορικό. — Δεν μου είπες πως τα θυμάσαι ψες, που σου τα είπα πέντε φοραίς; Όλως διόλου αδέξιος, καϋμένε Σπύρο; Γι' αυτό τα πρόκοψεςτο εμπορικάκι. — Μα ένα σωρό πράγματα! Ανακατώθηκαντο κεφάλι μου όπως καιτο τραπέζι μου.

Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα; — Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες ψεύδος, δι' ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν αλήθειαν. — Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ!

Βρε Φασουλή καϋμένε, ως εδώ πέρα μείνε, πολλή φιλοσοφία και σκέψις ας σου λείπη... δι' ό,τι πράγμα χαίρεις αυτό χαρά δεν είναι, δι' ό,τι πράγμα πάσχεις αυτό δεν είναι λύπη. Δεν είσαι ούτ' ευδαίμων, αλλ' ούτε δυστυχής, ευκόλως μην πιστεύης 'στόν ένα και 'στόν άλλον, ουδ' εις αθανασίαν ουδ' εις θνητόν ψυχής, και δι' αυτό κι' εκείνο να στέκης αμφιβάλλων.

Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

Και θεωρούσα πάσαν παράκλησιν περιττήν πλέον, αφού κατέστρεψε το μέσον διά του οποίου την εταλάνιζεν ο βοσκός, εστράφη προς το χωρίον, συγκεκινημένη αλλ' ήσυχος διά το μέλλον. . « Ο Γιάννος πάειτα βουνά κ' η Μάρω πάειτους κάμπους ». — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . .

Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού. — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . ., — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;

Πού και πού ν' ανεβάση και κανένα μελάτι. Επείσμωνε τότε ο μηχανικός και άρχιζε το βρισολούσι: — Αμ και στον Περαία να βούταγες, καϋμένε, κάτι περσότερο θα έβγαζες. Ή μήπως είδες το ψάρι κ' εβιάστηκες ν' ανεβής. Μωρέ το παληκάρι της φακής! Ο Ραφαλιάς εφουρκιζόταν στα λόγια του· αλλά και τι να κάμη; Οι μηχανικοί όλοι τους είνε μια πάστα.

Καϋμένε! αν είνε αλήθεια πως έχφλουριά και δεν τα μαρτυράς! — Έχω κλάρες! απαντά ο Μπάρμπα-Δήμαρχος και διακόπτων τας δύο λέξεις από εντροπήν τάχα. Το Χρυσώ, η ατυχής κόρη, ενδυθείσα πάλιν τα σκιερά του πένθους ενδύματά της, κατήλθεν εις το κατώγειον κάτω και πεσούσα εις το κλινίδιον του πατρός της εθρήνει και ωλόλυζεν απαρηγόρητος: — Τι θα γένω! Τι θα γένω!

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Ελύσσαξε, βρε Φασουλή, το ασεβές σου στόμα. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Αλήθεια το παράκαμα κι' ας βάλω πλέον κόμμα. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Και τώρα σε παρακαλώ τι θέλεις παρ' εμού; πως είμαι παντοδύναμος ολίγον ενθυμού. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Διά την προθυμίαν σου πολύ σ' ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω τίποτε, καϋμένε Μεφιστό.

Ημέραν καθ' ημέραν ησθάνετο το θάρρος του ελαττούμενον προέβλεπεν ήδη το μέλλον φρικιών· θα ηγωνίζετο, θα ηγωνίζετο αλλ' επί τέλους θα υπέκυπτεν! — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο! ηκούσθη πάλιν υποτρέμουσα η φωνή της Μάρως, επανελθούσης εις την οπήν. Ο Γιάννος ανεπήδησεν εις την φωνήν και λησμονήσας ότι ήτο δεμένος ηθέλησε να σηκωθή.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν