United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια ιδόντας κι ακούσαντας ο Δάφνης, αφού πετάχτηκε από τον ύπνο, γεμάτος δάκρυα από χαρά και λύπη και τ' αγάλματα των Νυμφών επροσκυνούσε κ' έταξε ότι, άμα σωθή η Χλόη, θα τους κάμη θυσία το πιο καλό τραγί.

Πολλές φορές έμπαιναν και στο χωριό, ανακατώνονταν στα σπίτια, σε χαρά και σε λύπη, σε γάμους και τραπέζια, σε πανηγύρια, ακόμα και στα μαλώματα. Όλοι την ήξεραν την Ελπίδα κι όλοι την καλοδέχονταν. Μικροί μεγάλοι την αγαπούσαν· φτωχοί και πλούσιοι την είχαν πάσα ημέρα στα χείλη τους. Μια τέτοια ζωή άλλαξε σημαντικά το Δημητράκη. Η κόρη με τ' απλά λόγια της, ξύπνησε μέσα του κάποια νέα σκέψη.

ΑΔΜΗΤΟΣ Να το το χέρι μου λοιπόν, τα μάτια αλλού γυρίζω σαν της Γοργόνας νάκοβα την κεφαλή. ΗΡΑΚΛΗΣ Την ηύρες; ΑΔΜΗΤΟΣ Την ηύρα. ΗΡΑΚΛΗΣ Κράτα την καλά. Και θάρθη μια ημέρα που θα το πης και μόνος σου πως ήτανε γενναίος ο γυιός του Διός, ο ξένος σου. Για κύτταξέ την τώρα. και ιδέ αν της γυναίκας σου μοιάζει πολύ. Η λύπη την θέσι της παραχωρεί στην ευτυχία. Θεοί μου! Τι να ειπώ.

Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει; Ραψωδία Λ

Πώς αλλοιώς θα την κάμη να πονέση περισσότερο, να πνιγή στα δάκρυα, να μαραθή από τη λύπη; Εστρηφογύρισε την εικόνα στα χέρια της με κάκια και χαρά, την κομμάτιασε κ' έρριξε τα κομμάτια απάνου της. — Να, μωρή, φά' τα! είπε. Κ' έκλεισε την πόρτα πίσω της δυνατά Η Ασημίνα έκατσε στο κρεββάτι κυττάζοντας τα κομμάτια με χαύνες ματιές. Ένα κραχ! αιστάνθηκε μέσα της.

Λες θέλαμε καλό να δουν οι Τρώες· μα οι δικοί μας καιρό θαρρώ το πάθος μας θα λεν και ξαναλένε. Μα έγιναν πια, ας τ' αφίσουμε και μ' όλη μας τη λύπη, 65 θέμε δε θέμε την καρδιά σωπώντας μες στα στήθια.

Πριν σηκωθή το τραπέζι ακόμα, ο παπάς είπε στη γριά: — Ε! τώρα, κυρά, ετοιμάσου να πεθάνης, όπως έλεγες, γιατί απόλαψες ό τι ποθούσες! — Τι λες, δέσποτα μ'; Τι κουβεντιάζεις; Αμ τώρα θέλω να ζήσω και να χαρώ! Ε ζωή είναι γλυκή όταν αδερφώνεται με τη χαρά. Ο πόθος συγκρατάει τη ζωή μας κι' η λύπη τη σβυεί.

«Α! σκέφτηκε, στέκει να βρίσκω την ανάπαυσι μ' αυτόν τον τρόπο, ενώ ο Τριστάνος είναι δυστυχισμένος; Θα μπορούσε να κρατήση αυτό το μαγεμένο σκυλλί και να ξεχνάη έτσι όλο τον πόνο του. Αλλ' από ευγενική καλωσύνη προτίμησε να μου το στείλη, να μου δώση τη χαρά του και να ξαναπάρη τη λύπη του. Αλλά δε στέκει αυτό το πράγμα, Τριστάνε, θέλω να υποφέρω όσο υποφέρεις και συ».

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Πατέρα έχει το πτωχό, και είν' ωρφανευμένο. ΡΩΣ Δεν ημπορώ να κρατηθώ. Υγίαινε. Αν μείνω θα μ' εντροπιάση η λύπη μου και σε θα σε ταράξη. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Απέθαν' ο πατέρας σου, και τώρα τι θα γείνης, και πώς θα ζήσης; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Όπως ζουν και τα πουλάκια, μάννα. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ 'Σάν τα πουλάκια; Πώς; Και συ με μυίγαις, με σκουλήκια Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Με ό,τι εύρω.

Και τον έπεισε να ξαναλουστή· κι αφού τον είδε, τον άγγιξε· κ' έφυγε πάλι αφού τον επαίνεψε· και το παίνεμα ήτανε αρχή έρωτα. Τι λοιπόν είχε πάθει δεν ήξερε, επειδή ήτανε κορίτσι μικρό κ' είχε αναθραφή στην εξοχή και μήτε είχε ακούσει κανέναν άλλονε να λέη τ' όνομα του έρωτα. Κ' ήτανε γεμάτη λύπη η ψυχή της και δεν κρατούσε τα δάκρυα· και μιλούσε πολύ για το Δάφνη.