United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο δήμος δεν ενοικιάζει τίποτε. Αυτό δα έλειπε, να μας ενοικιάζη τόρα ο δήμος και τους δρόμους. Οι άνθρωποι βάζουν τα τραπέζια των εμπρός εις τα καταστήματά των, και κανείς δεν τους εμποδίζει. — Α! έτσι εννοείτε σεις εδώ τας πλατείας. Πολύ καλά· ως προς τούτο δεν εγείνατε, βλέπω, ακόμη παρισινοί, ενώ τους επεράσατε ως προς τας αγγελίας των δημοσίων θεαμάτων.

Αμά θανάσιμος οχτρός και χάρος μου είναι η Γάτα, Που την ανταίνω αδιάκοπα παντού σε πάσα στράτα 120 Που μέρα νύχτα ακοίμητη οχ το κοντό με παίρει, Ως να μπορέση η άνομη σ' εμέ ν' απλόση χέρι. Δεν τρώγω λαχανόφυλλα, σου λέγω την αλήθια. Δεν τρώγω ρεπανόπρασα, παζιά, και κολοκύθια. Αυτά είναι όλα για τ' εσάς τραπέζια πεναιμένα, 125 Που ζιήτε μέσα στα νερά, δεν είναι για τ' εμένα.

Στα πρόχειρα τραπέζια πάνω ήβλεπες μαχαιροπήρουνα γερά και σπασμένα, μικρά και μεγάλα, και φλιτζάνια καθένα με το χρώμα του και πιάτα βαθειά και απλωτά, καλά και πρόστυχα και μερικά μισοσπασμένα, όλ' ανάκατα βαλμένα εδώ κ' εκεί με αμέλεια, χωρίς καμμιά τάξι, γιατί εκείνο που δουλεύει στους χωριανούς, είνε η παλάμη και τα δάχτυλα.

Πολλές φορές έμπαιναν και στο χωριό, ανακατώνονταν στα σπίτια, σε χαρά και σε λύπη, σε γάμους και τραπέζια, σε πανηγύρια, ακόμα και στα μαλώματα. Όλοι την ήξεραν την Ελπίδα κι όλοι την καλοδέχονταν. Μικροί μεγάλοι την αγαπούσαν· φτωχοί και πλούσιοι την είχαν πάσα ημέρα στα χείλη τους. Μια τέτοια ζωή άλλαξε σημαντικά το Δημητράκη. Η κόρη με τ' απλά λόγια της, ξύπνησε μέσα του κάποια νέα σκέψη.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175 εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· «Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης, ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης; την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180 πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος· κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».

ΠΟΛ. Εν πρώτοις έκανα ό,τι ήθελα• είχα δε εις την διάθεσίν μου πολλούς ωραίους παίδας και γυναίκας χαριτωμένας και αρώματα και οίνον ανθοσμίαν και τα τραπέζια μου ήσαν πλουσιώτερα από τα Σικελικά. ΣΙΜ. Αυτά μου φαίνονται παράδοξα, διότι σε εγνώριζα πολύ φειδωλόν. ΠΟΛ. Θα μ' εννοήσης, φίλε μου, άμα σου πω ότι οι άλλοι επλήρωναν.

Έπειτα ταξείδεψαν με τους πολεμιστάδες καταδώθε· μα δεν έχασαν διόλου από τη φωτιά και τη γλύκα τους, όπως οι σπόροι που μετατοπίζουν τα πουλάκια δε χάνουνε το είδος τους. Οι Χαγάνοι όμως δε σκέφτηκαν ποτέ να κερδίσουν από κείνα. Τα φύλαξαν για τα τραπέζια τους, για τους έρωτες τους και για τις λύπες τους. Όταν ερχόταν κίντυνος, άπλωναν ίσα στο σπαθί τους.

Ό,τι δε προ πάντων με λυπεί από την διαγωγήν σου είνε η αχαριστία, διότι εγώ δεν εξαρτώ την ευτυχίαν από μερίδα αγριοχοίρου ή λαγού ή γλυκίσματος, τα οποία απολαμβάνω άφθονα εις τα τραπέζια άλλων γνωριζόντων τα καθήκοντά των. Και σήμερον ακόμη είχα κληθή παρά του μαθητού μου Παμμένους εις γεύμα πολυτελές, αλλά δεν εδέχθην προς χάριν σου ο ανόητος.

Καρέγλες και σκαμνιά, φίλτισι και συντέφι, κι όσο για τα συνηθισμένα τα σπιτικά χρειασίδια, κοινό μέταλλο δεν τους ταίριαζε· χρυσωτά ή αργυρωτά και τα μισοστρόγγυλά τους τραπέζια, που δυο κοπέλλια δε σώνανε να τα σηκώσουν. Αρίφνητοι μάγειροι τοίμαζαν τα φαγοπότια τους, και σαν καθίζανε, γέμιζε ο αιθέρας αρώματα, φωταψίες και μουσικές.

Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε: — Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό.