United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσωμε το χέρι κ' εγώ κι' ο Γρηγόρης . . . ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά; . . . . χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα . . . Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; αποκάτ' απ' το προσκέφαλό σου τάχεις;

Πόσα χρόνια έχουν; Και, καθώς βλέπετε, πάνε! Όλος ο κορνιαχτός της τσατής κατεστάλλαξεν επάνω των. Μαύρισαν, σαν της μουρτιαίς, που βάζουντην πόρτα της Παναγίας, 'ς την φέστα, και η οποίαις δεν βαστάνε παραπάνω από μια 'μέρα.

ΡΑΦΤΗΣ Δε μου είπατε πως τα θέλατε από πάνω! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έπρεπε να σου το πω αυτό; ΡΑΦΤΗΣ Ναι. Όλα τα επίσημα πρόσωπα τα βάζουν από κάτω. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τα επίσημα πρόσωπα βάζουν τα λουλούδια από κάτω; ΡΑΦΤΗΣ Μάλιστα, κύριε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πολύ καλά λοιπόν. ΡΑΦΤΗΣ Θέλετε να τα βάλω από πάνω; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όχι, όχι. ΡΑΦΤΗΣ Aρκεί να μου πήτε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όχι, σου είπα· πολύ καλά τα έβαλες. Λες να μούρχεται καλά;

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν 795 που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα· τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.

Ενώ ετοιμαζόντανε ν' αρχίσουν την τρίτη βόλτα, ο Αγαθούλης μη βαστάνοντας πια, ζήτησε ως χάρη να ευαρεστηθούν να λάβουν την καλωσύνη να του τινάξουν τα μυαλά· του κάμανε αυτό το χατήρι· του δένουν τα μάτια· τον βάζουν να γονατίση.

Τον βάζουν να κλίνη δεξιά, αριστερά, να βγάζη την τουφεκόβεργα, να ξαναβάζη την τουφεκόβεργα, να πέφτη πρηνηδόν, να πυροβολή, να περπατή γρήγορα και του δίνουν τριάντα ξυλιές· την επομένη κάμνει την άσκηση του κάπως λιγώτερο άσκημα και τρώει μόνο είκοσι ξυλιές· τη μεθεπομένη του δίνουν μόνο δέκα και θεωρείται από τους συντρόφους του ως θαύμα.

Μας βάζουν λοιπόν ζιζάνια και τρωγόμαστε με τους Αρβανίτες, τους κολακεύουν αυτούς, &τους& λεν πως είμαστε εχθροί τους και τους αναγκάζουν να μας κυνηγούν στην Ήπειρο για να μας αδυνατίσουν. Αλλά τους γέλασαν τους Αρβανίτες πως είμαστε εχθροί τους, πως δε θέλουμε να προκόψουν μήτε να φτιάσουν κι αυτοί το έθνος τους.

Ας είνε, είπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ημείς δεν είμαστε από κείνους όπου πάνε και βάζουν σκάνδαλα στα ανδρόγυνα· κάμε ό,τι σε φωτίσει ο θεός, καθώς είπες. — Όχι! όχι! επέμεινεν η γυνή. Στον κουμπάρο έδωκε τον λόγον του από μπροστήτερα.

Έτσι είπε, και τη συντυχιά σκολάζει χέρι χέρι, κι' όλοι σκορπούνε κι' ο καθείς στο πλοίο του παγαίνει. Έπιασαν τότε οι παραγιοί τα δώρα να φροντίσουν, και φέβγουν πέρα ναν τα παν στου ξακουστού Αχιλέα. Κι' αφού όλα τ' άλλα απίθωσαν μες στις καλύβες, βάζουν 280 τις νιες να κάτσουν· έπειτα τα σερπετά κοπέλια βαρούν τ' αλόγατα να παν με το κοπάδι τ' άλλο.

Και στο άρμα του Άδραστου κρεμούσανε σημάδια θυμητικά για τους γονιούς των στην πατρίδα χύνοντας δάκρυα, μα στο στόμα τους κανένα παράπονο δεν είχανε° γιατ’ η καρδιά τους, καρδιά ατσαλένια πόβραζε από τη λύσσα σαν λιονταριών με τ’ άγριο ανάβλεμμα, φυσούσε. Και δεν αργούν να τ’ αποδείξουν τα όσα σου είπα° κλήρους τους άφησα να βάζουν, για να φέρη με το λαχνό καθείς στις πύλες το στρατό του.