United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποχαιρέτησε σε λίγο τους δυο ξένους, αφού πρώτα τους φίλησε τρυφερά. Την επομένη ο Αγαθούλης έλαβε, μόλις ξύπνησε, μιαν επιστολή, που έλεγε τα εξής! « Κύριε πολυαγαπημένε μου. Δω κι' οχτώ μέρες είμαι άρρωστη σ' αυτήν εδώ την πόλη· μαθαίνω, πως είστε και σεις εδώ· θα πετούσα στην αγκαλιά σας, αν μπορούσα να κινηθώ.

Περπάτησε όλη τη νύχτα και όλη την επόμενη μέρα, κάτω κατά μήκος της κοιλάδας του Ισάλε, μέχρι που έφτασε στη θάλασσα. Εκεί έπεσε στο χώμα, ανάμεσα σε δυο θάμνους φιλλυρέας, και του φάνηκε πως γύρισε στο χωριό του αφού έκανε το γύρο του κόσμου.

Καίτοι η έκφρασις τρεις ψυχαί δεν είναι ορθή, ουχ ήττον ο Αριστοτέλης ορθότατα διδάσκει ότι δεν πρέπει να ζητώμεν ψυχήν ή έννοιαν ψυχής, ήτις να είναι μεν κοινή εις πάσας ταύτας, αλλά να μη είναι ιδιαιτέρα ουδεμιάς αυτών, ούτε να εφαρμόζη εις κανέν μερικόν και ατομικόν /Τέλος επανάληψης. Η επόμενη παράγραφος έχει ίδια αρίθμηση με εκείνην που την ακολουθεί./

Θάθελα να ιδώ ένα τόσο σπάνιο ον, είπε ο Μαρτίνος. Ο Αγαθούλης αμέσως έστειλε να ζητήση την άδεια από τον εξοχώτατο Ποκοκουράντη να πάη την επομένη να τον επισκεφθή. &Επίσκεψη στου Άρχοντα Ποκοκουράντη Βενετσάνου άρχοντα.& Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος πήγανε με γόνδολα στη Μπρέντα και φτάσανε στο παλάτι του άρχοντα Ποκοκουράντη.

Άκουσε, Γιώργο· είπες πως θάρχεσαι να με θωρής. Να μην έρχεσαι. Θέλω να μην έρχεσαι και θέλω για το καλό σου να μην έρχεσαι. Δε σου το λέω, γιατί φοβούμαι τση μάνας σου και του κόσμου τα λόγια. Εδά μπλειο δε φοβούμαι πράμμα. Και τόσο χαμήλωσε τη φωνή της, που μόλις άκουσα την επόμενη φράση: — Εγώ δεν είμαι μπλειο σ' αυτό τον κόσμο. — Μα φοβούμαι, εξακολούθησε, την αμαρτία.

Την επόμενη στιγμή όμως πέσανε μερικοί επάνω τους και οι στριγκλιές των γυναικών ενώθηκαν με τα γέλια των αντρών. «Εγώ πάντως θα ήθελα να ξέρω πώς τα κατάφερε να τον δει!» «Αφού δεν είναι τυφλός! Ο διάολος να τους πάρει, προσποιούνται όλοι, από τον πρώτο ως τον τελευταίο.» «Κι εγώ που του έδωσα τρεις φορές από εννέα ρεάλια!

Μου είπαν πως ήτανε εις τη Βουλή, την άλλη μέρα εις τη στρατιωτική Λέσχη, και την επομένη δεν ξεύρω που. Τρεις όλαις εβδομάδες επήγαινα πρωί βράδυ εις το σπίτι του και μόνο δυο φορές αξιώθηκα να του μιλήσω, χωρίς να επιτύχω να του βγάλω από το στόμα άλλο τίποτε παρά μόνο πως φροντίζει και να έχω υπομονή.

Και την επόμενη φορά η ερώτηση του θύμισε με λιγότερο πόνο την παλιά του αυτοπεποίθηση, γιατί ο Ιησούς του είπε μόνο — «Σίμωνα, γιέ του Ιωνά, Με τιμάςΞανά ο Απόστολος ταπεινά του απάντησε με τις ίδιες λέξεις όπως πριν – «Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σε αγαπώ.» «Φύλαξε τα πρόβατά μου». Αλλά ο Σίμωνας Τον είχε τρις απαρνηθεί και έτσι ήταν αρμόζον ότι τρις έπρεπε να διακηρύξει την πίστη του.

Ένα βράδυ που το επαράκαμνε και ήθελε να την καθίση με το ζόρι επάνω στα γόνατά του, του ξέφυγεν από τα χέρια κ' έτρεξε να κλειδωθή στην άλλη κάμαρα. Έφυγε κ' εκείνος αγριωμένος χωρίς να μας πη καλή νύκτα. Ξαναήλθεν όμως την επομένη μέρα και τες άλλες και το φέρσιμό του ήτανε πλέον ανθρωπινό. Αυτό το εξήγησα εγώ πως την αγαπά, και πως είχε μετανοήση για το βάρβαρό του τρόπο.

Ο Χορός εις θαυμάσιον άσμα, πλήρες Διονυσιακών παλμών και ελπίδων, που αλλοίμονον, δεν επαλήθευσαν , λέγει ότι η επομένη ημέρα θα δείξη τον Οιδίποδα όχι αλλοδαπόν, αλλά Θηβαίον υιόν κανενός αγροτικού θεού και καμμιάς Νύμφης, που θα συνευρέθησαν εις κάποιον απάρθενον άντρον του Κιθαιρώνος.