United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου είπαν πως ήτανε εις τη Βουλή, την άλλη μέρα εις τη στρατιωτική Λέσχη, και την επομένη δεν ξεύρω που. Τρεις όλαις εβδομάδες επήγαινα πρωί βράδυ εις το σπίτι του και μόνο δυο φορές αξιώθηκα να του μιλήσω, χωρίς να επιτύχω να του βγάλω από το στόμα άλλο τίποτε παρά μόνο πως φροντίζει και να έχω υπομονή.

Δεν ήρκει δε η θλίψις, ήτις κατεβασάνιζεν, ήτις εσπάρασσεν ως το δηλητήριον τα σπλάγχνα της Θωμαής, είχε και τας ερωτήσεις των γειτόνων και των πελατών, οίτινες εζητούσαν δήθεν άλευρον, ενώ ήθελον αληθώς να βεβαιωθώσι περί της παρατεινομένης απουσίας του συζύγου της. Παρήλθον εβδομάδες, παρήλθον μήνες και ούτε ήκουσαν πλέον περί του Λαλεμήτρου αι δύο γυναίκες, ούτε γράμμα έλαβον.

Μη θαρρής πως εβαρέθηκα την ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κ' έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλης και καλά να χρησιμοποίησης το πεπόνι σου, στείλε το στου ΓέροΜούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθή αυτή την χολέρα, πίστεψέ με θα γλυτώση και αυτός από την θέρμη και η θέρμη απ' αυτόνε.

Ύστερ' από δυο τρεις εβδομάδες εγύρισεν οπίσω χωρίς να τον περιμένω. Μα άλλος επήγε, και άλλος εγύρισε! Πού επήγε, τι έκαμε, λόγο δεν μας είπε. Μόνον, άμα ήλθεν, έπεσε στο στρώμα με την θέρμη. Ήτανε Γενάρης. — Δεν σου το είπα, παιδί μου, να μη ταξειδεύσης μέσ' στον χειμώνα: Να που αρρώστησες πάλι! — Κάλλιο ν' απέθνησκα από τον χειμώνα, μητέρα, παρά να πάθω ό,τι έπαθα!

Αλλ' ημείς εις Μεστά ηρχίζομεν να ελπίζωμεν ότι δεν υφίσταται πλέον ανάγκη φυγής. Δύο εβδομάδες είχον παρέλθει από της αφίξεως του Τουρκικού στόλου• οι επαναστάται απέπλευσαν ή εκρύπτοντο σκορπισμένοι εις της νήσου τα ενδότερα, οι δε φιλήσυχοι της πόλεως κάτοικοι και των χωρικών οι πλείστοι ουδ' εξηγέρθησαν κατά της Τουρκικής εξουσίας, ουδ' ανεμίχθησαν εις το επαναστατικόν κίνημα.

Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι σε λίγη ώρα τη γραμμή του. Τρεις εβδομάδες αργότερα εκατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί έλαβα πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα πρώτο μαχαίρι στην άμαθη καρδιά μου. «Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγεν η γριά. Όταν γυρίσης πάλι στο νησί με τη βοήθεια του Αγίου Νικόλα και την ευχή μου, δεν θα ήσαι καπετάνιου παιδί όπως όταν εμίσεψες.

Αλλά ο Έφις βγήκε από το μαγαζί με το κεφάλι ψηλά, με το σκούφο στη μασχάλη, και απομακρυνόταν δίχως να απαντήσει. Κεφάλαιο τρίτο Άδικα όμως τις μέρες που ακολούθησαν και για εβδομάδες οι αδελφές Πιντόρ περίμεναν τον ανιψιό.

Τρεις όλες εβδομάδες ηρχόμουν πρωί και βράδυ εις το χρηματιστήριο να να ιδώ τι τρέχει. Η καρδιά μου κτυπούσε σαν κουδούνι και προτού να σηκώσω τα μάτια εις τον πίνακα έκαμνα το σταυρό μου και έταζα κερί εις όλους τους αγίους, να με αξιώσουν να ιδώ σημειωμένη καλλίτερη τιμή. Τίποτις όμως δεν ωφελούσεν.

Το ήμισυ του ελαιώνος τούτου είχε δώσει ως προίκα εις την Δελχαρώ, το άλλο ήμισυ κατείχεν ακόμη η γραία. Ολίγαι εβδομάδες είχον παρέλθει από τα γεγονότα τα οποία διηγήθημεν. Ουδείς δυσανάλογος θόρυβος είχε γείνει διά το μικρόν θυγάτριον της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίον έθαψαν την αυτήν ημέραν.

Εν τούτοις αι εβδομάδες παρήρχοντο και ήρχιζαν οι χωρικοί να λησμονούν την ιστορίαν αυτήν, ή τουλάχιστον να μη ομιλούν περί αυτής, ότε, περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου, έρχεται μίαν αυγήν ο πατήρ του Χρήστου και μου λέγει ότι ο υιός του δεν είναι καλά. — Τι έχει; — Δεν ηξεύρω. Έχει θέρμην δεν έχει όρεξιν. Υπήγα αμέσως να τον ίδω.