United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλακώνει το σκοτάδι, Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος... Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του, Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο... Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι, Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο. Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.

Ρεκάζει τ' αγριόγιδο, μπροστά σουράει ο τράγος, Και τρέχει ακράτητη η κοπή κι' αραδιαστή κι' ακέρια, Τρέχει και τ' αγριόγιδο με τον οχτρό του απάνω. Ζαλίζεται καμμιά βολά, ξεκόβεται από τάλλα, Και με τα ορθά του κέρατα τον σταυραετό παλεύει, Παίρνει καινούργιο απίδρομο και δύναμιν και θάρρος Και τρέχει πάλι και πηδάει και ρεκασμόν ξεσέρνει. Στερνά δειλιάζει, σταματά και ματωμένο γέρνει.

Μη θαρρής πως εβαρέθηκα την ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κ' έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλης και καλά να χρησιμοποίησης το πεπόνι σου, στείλε το στου ΓέροΜούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθή αυτή την χολέρα, πίστεψέ με θα γλυτώση και αυτός από την θέρμη και η θέρμη απ' αυτόνε.

Το Μεσολόγγι έπεσε, και όλη κινδυνεύει Να πέση τώρα η Ελλάς· με την απελπισιά της Άγρια και με το φόβο της 'μερόνυχτα παλεύει. Το Μεσολόγγι το πατεί, το παίρνει ο Τούρκος τώρα· Ελάτε να του κλάψωμε την υστερνή του ώρα! Οι γέροντες, που με τους νηούς να παν' δεν ημπορούσαν, 'Σ το Μεσολόγγι απόμειναν.

Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά μπάρεμ! — Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα τα δίμιτα. — Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες! — Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα. — Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο. — Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά Φουλίτσα;

Αν δεν είχα παιδιά στον κόσμο, θενάκοφτα τα μαλλιά μου, θενάβαζα ανδρίκια ρούχα, και με το τουφέκι στον ώμο θενά κυνηγούσα τα ιχνάρια του φονιά, ως που να κδικήσω τον νεκρό μου. Γιατί διες, παιδί μου, ο φτωχός μας ο Χρηστάκης δεν ευρίσκει ησυχία, μόνο παλεύει μέσ' στο μνήμα του όσαις φοραίς νοιώθει το φονιά του να πατή τα χώματα.

Κι εξόριστον εδώ και θλιβερό ένα κύμα θερμό με ξαναρπάζει, και ό τι καλό δικό μου λαχταρώ και ό τι ξένο χαμένο με σπαράζει. Και η καρδιά μια ραγίζει και πονεί, μια παλεύει, ανταριάζεται, φουσκώνει, ως που ειρηνεύει πάλι ταπεινή, και η παλιά της αγάπη την πυρώνει. Και για τον κόσμο ανώφελη, σωπά πάθη και μίση· και μονάχα ξένα και δικά της με τόση ορμή αγαπά, με όση δεν τα είχε πριν αγαπημένα.