Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Είνε παλαιά οικία, υπέλαβεν ο Πλαύτιος, δεν ήλλαξα τίποτε αφ' ότου την εκληρονόμησα.

Παραλοΐζει ο άνθρωπος ολ-ημέρα μονάχος του! Υπέλαβεν η Φουλίτσα. Και ιδούσα την Αχτίτσαν, ακόμη ασθμαίνουσαν, παρετήρησεν: — Εσύ κατασκοτόνεσαι, χριστιανή μ'! Γιατί δεν παίρνεις και το κορίτσι; — Μπορεί κ' εκείνο, θαρρείς; Η εληές, βλέπεις, είνε μεγάλο βάσανο. Μια- μια να της μαζώξης, να μη αφίσης καμμιά. Διαμάντια νάνε, και πάλι θ' αφήσης κανένα.

Τούτο ήρκεσεν εις τον αγαθόν ναύκληρον να συνέλθη, να εννοήση το σφάλμα του και να προχωρήση προς την πρώραν. — Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, εψιθύρισεν ο καπετάν Γιάννης τότε, ανάπτων το τσιγάρον του, και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους . . . — Καμμιά φορά όμως έχουν την ανάγκην μας και οι πεθαμένοι, υπέλαβεν ο νεαρός ναύκληρος με κάποιαν συστολήν.

Ελπίζω, είπεν, ότι δεν θα χρονίση και αυτός ωσάν τον άλλον. — Τον έλεγα με τον νουν μου γεροντότερον, υπέλαβεν η Κυρά Λοξή. — Ποίον; ηρώτησεν ο έπαρχος. — Τον ιατρόν. — Δεν είναι δα και τόσον νέος. — Ποτέ να μη 'πεθάνη! επανέλαβεν η γραία. — Άξιος ιατρός, επρόσθεσεν ο έπαρχος. Κάμνει θαύματα! — Θαύματα αλήθεια! Τόσοι και τόσοι εις το νησί μας του χρεωστούν το φως των!

Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η κόρη μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της! — Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.

Αμ' δεν είπαμε δα, γυναίκα, ν' αρχίσωμε τα κλάμματα! υπέλαβεν ο ανήρ, βλέπων αυτήν σπογγίζουσαν τα δάκρυά της, και προσπαθών να νικήση και αυτός την συγκίνησιν, ήτις τον κατελάμβανεν. Έλα, σήκω τώρα και πάρ' τ' αυτά να τα φυλάξης. — Πού να τα φυλάξω; είπεν εγειρομένη η Μαριώ, αφού επέρανε την υπέρ του μεγαλοδώρου ευεργέτου θερμήν αυτής δέησιν. — Ξεύρω' γώ; όπου θέλεις.

Όχι, δεν ηρνήθη, αλλ' έθεσεν όρον, ο οποίος δεν ειξεύρω πότε θα εκπληρωθή, και εν τω μεταξύ δεν θέλει να βλεπώμεθα. Προ δέκα ημερών δεν την είδα, έστω και μακρόθεν. Ώστε εννοείς τώρα διατί σήμερον με τόσην συγκίνησιν... — Τι είναι ο όρος του; υπέλαβεν ο Κος Πλατέας. — Να περιμένω μέχρις ου αποκαταστήση την πρωτότοκον θυγατέρα του.

Όσον δι' αυτό, κυρία, είνε σωστόν! υπέλαβεν ο νέος μου κάτοχος, τυλίσσων ημάς πάσας εις ικανώς ογκώδες σπείραμα, και περιδένων αυτό διά ρυπαρού λωρίου. — Αλλέως τα επεριμέναμεν και αλλέως μας εβγήκαν. Προσκυνώ! Και εξήλθε του θαλάμου μεθ' ημών.

Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.

Την ερώτησιν ταύτην υπέλαβεν η Ερμιόνη αποτεινομένην εις την ζηλείαν μάλλον ή την θωπείαν της, και έσπευσε να προσθέση·Αχ, . . . . ζηλεύω τα παιδιά των. Δεν ξεύρεις πόσα είνε, Αγησίλαε, . . . και όλα τόσα . . . τόσα, το ένα μικρότερο και ωραιότερο από το άλλο. Να είχαμε κ' εμείς κανένα! . . . είπε μετ' ολίγον σιγαλή τη φωνή, κύπτουσα το πρόσωπον προς τον σύζυγόν της.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν