Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Σεπτεμβρίου 2025


Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας πωλήσω εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας φράγκα . . . — Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι; — Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός ενός μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον.

Αυτά λέγανε, παιδί μου. Επανέλαβε μετά τινα σιωπήν η Φουλίτσα. — Δε βγαίνει τίποτα από λόγια. Υπέλαβεν η Αχτίτσα. — Μακάρι να τα πάρη, παιδί μου, για να τον πάρης να 'συχάσης και συ, γιατί να πούμε την αλήθεια, βάσανο είνε τα κορίτσια. Και ύστερα θα πας, λέει, 'ς τον Γέροντα να καλογερέψης; — Ο Θεός ξέρει! Απήντησεν η Αχτίτσα.

Μη μου αρχίσης πάλιν εκείνο το Ελέησόν με ο Θεός , υπέλαβεν η γραία μετά ζωηρότητος. 'Σ την ψυχήν μου κάθεται! Κ' έπειτα σ' ακούει ο κόσμος και θαρρούν πώς είσαι αλήθεια του ελέους! — Και δεν είμαι του ελέους; είπεν ο τυφλός μελαγχολικώς. — Ουφ!

Σε ηπάτησα λοιπόν, ότε σου την εγκωμίαζα; ηρώτησεν ο Λιάκος. — Θησαυρός, αδελφέ, ανεφώνησεν ο Πλατέας. Θησαυρός! Μετά έξ μήνας, εξηκολούθησε, θα σου ζητήσω νέαν εκδούλευσιν. Σε θέλω ανάδοχον του ανεψιού σου. — Και σεις; υπέλαβεν ο Λιάκος. — Α! Και σεις λοιπόν! Και οι δύο φίλοι ενηγκαλίσθησαν αλλήλους πλήρεις χαράς.

Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως έγκρισιν, και αφού τους ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν των φώτων και της πείρας των, απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος παραγγελθέντα. Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε κλαίουσα, τα βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και απεκοιμήθη.

Το απροσδόκητον θαύμα υπέλαβεν ο Ηγούμενος κατόρθωμα σατανικόν, οιωνόν αποτρόπαιον, όθεν δραμών λάθρα εις Λαμίαν κατήγγειλε τον πρόσφυγα και παρέδωκεν αυτόν δέσμιον εις τους δημίους.

Α! εάν σεισμός κατέστρεφε την Ρώμην, εάν Θεός τις εν τη οργή του την κατέρριπτεν εις κόνιν, θα σας εδείκνυον τότε πώς πρέπει να κτισθή μία πόλις, κεφαλή του κόσμου και καθέδρα μου. — Καίσαρ, υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, λέγεις: «Εάν Θεός τις εν τη οργή του κατέστρεφε την πόλιν», αυτό δεν είπες; — Ναι. . Και έπειτα; — Δεν είσαι Συ λοιπόν Θεός;

Ενθυμείσαι, υπέλαβεν ο φίλος μου, μίαν εσπέραν προ τριών ή τεσσάρων ετών, ότε συνηντήθημεν μαζή του εις το ζυθοπωλείον του Μπερνιουδάκη, εκεί εις το στενόν της Μητροπόλεως, και μας ανέπτυξε λεπτομερώς τας περί ευτυχίας και πλούτου ιδέας του; — Δεν ενθυμούμαι, απήντησα. Και δεν ενθυμούμην αληθώς. Τον Αλέξανδρον Σοφήν σπανίως είχον αφορμάς να βλέπω, ένεκα της διαφοράς των έργων μας.

Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ. — Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και με τον καιρό θα γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την. — Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου είσαι, άνδρα;

Κίνησες να πας, προσέθηκε, με τόσα χιόνια! — Λυπάται κανείς, υπέλαβεν ο γέρων. — Λυπάται κανείς! μα εγώ δεν έχω ψυχή; Πέτρα έχω 'γώ;

Λέξη Της Ημέρας

καρκίνοι

Άλλοι Ψάχνουν