Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Αφήστε τον να κοιμηθή . . . Είνε κρίμα απ' το Θεό . . . Της χίλιαις δραχμαίς θα της δώση αύριο . . . Ας είνε καλά, το παιδάκι μου . . . Μακάρι να είχατε να λαβαίνετε . . Έχασε τα νειάτα του . . . αρρώστησε το παιδί μου . . . Τόσα χρόνια ήτανε βαθειά στη γης, εκεί που βγάζουν τ' ασήμι, ακούς! βαθειά κάτω σαν τυφλοπόντικας να σκάφτη, μέσ' τα λαγούμια, τ' ακούς!.. Αφήστε το, ν' ανασάνη, να πάρη αέρα, που έλυωσε στον απάνω κόσμο, κι' ανάλυσε, σαν το κερί το παιδάκι μου! . . . Ας ησυχάση καλά τη νύχτα.
— Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ. — Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και με τον καιρό θα γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την. — Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου είσαι, άνδρα;
Μα το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η αστειότης! — Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι; Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος επί μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών, παρατηρούν κάπως μεγαλοφώνως: — Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;
— Δεκαπέντε δραχμαίς την χιλιάδα της αγόρασα από το παππά-Σάββα τον αγιορείτην, διηγείτο ο Μιστόκλης προς την γυναίκα του, ατενίζων μετά φόβου πάντοτε την βεβαρημένην της κοιλίαν· τα σανιδοκόμματα μου τα χάρισεν ο ξάδερφός σου ο μαραγκός, ώστε λίγη ψαρόκολλα μόνον αγόρασα και λίγες λωρίδες τενεκέ και λίγα τζάμια από το φαναρτσή, απομεινάρια.
Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του δείπνου, τον σ ο φ ρ ά ν, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας διά του μαχαιρίου του τον άρτον έκοψε και διένειμε. — Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα πήγε καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η φτώχια θέλει καλοπέραση!
Την επαύριον, όλ' αι ετοιμασίαι διά τον γάμον ήσαν συμπληρωμένοι . . . Την νύκτα η Αφέντρα, καθ' ην στιγμήν ο μνηστήρ τους εκαληνύκτιζεν, είχε ψιθυρίσει προς αυτόν κατ' ιδίαν· — Θα μου της δώση αύριο της χίλιαις δραχμαίς. Υποσχέθηκε κ' η μητέρα.
Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμαίς βάσταξ' η ψυχή του; . . . τέσσαρες, όχι παραπάνω.., έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, έξ, εφτά, οχτώ . . . εφτά, οχτώ, εννιά . . . μία δραχμή . . . Έχουμε και λέμε . . . » Κ' επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν. — Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.
Και με την κοντήν μπερτίτσαν της και τα μαύρο ψιάθινον καπελλάκι της απήλθε βιαστικά, ως πτηνόν κυνηγημένον και εισέδυσεν εις το εγγύς εκεί εργοστάσιον γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων, ενώ ο Μπάρμπα-Σταυρής εξηκολούθησε: — Πέντε δραχμαίς αυτή η βλαχοπούλα, και μια δεκάρα ο κάθε γαμπρός ο γύψινος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν