United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν όμως μείνη αγύμναστος και άτονος και δεν έχη αποταμίευμα αρκετόν, τότε ευκόλως βλάπτεται και καταμαραίνεται υπό των κόπων, όπως συμβαίνει εις την φωτιάν και εις τον λύχνον• με το φύσημα δύνασαι να αναζωπυρήσης την φωτιάν και να την κάμης να αναδώση φλόγας• αλλ' αν φυσήσης λύχνον όστις δεν έχει αρκετόν έλαιον, το οποίον να δίδη εις την φλόγα δύναμιν αντιστάσεως, ο λύχνος θα σβύση.

Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ένας δούλος ο οποίος είπεν ότι είχε σταλή από τον Ετοιμοκλέα τον Στωικόν και έφερεν επιστολήν με την παραγγελίαν του κυρίου του να την αναγνώση ενώπιον και εις επήκοον όλων και έπειτα να φύγη. Ο Αρισταίνετος του έδωκε την άδειαν, αυτός δε επλησίασεν εις τον λύχνον και ήρχισε ν' αναγινώσκη.

Αλλ' ίσως δεν κοιμάσθε, ότε αντήχησεν έξωθεν της οικίας σας il rauco suon della tartarea tromba Εργάζεσθε όμως, ή προσπαθείτε καν να εργασθήτε. Ανάψαντες τον λύχνον σας εστρώσατε τον χάρτην εμπρός σας, ελάβατε τον κάλαμον εις χείρας, και ηρχίσατε κάπως να συγκεντρόνετε τας ιδέας σας, . . . ότε εκρήγνυται διά μιας της μεθύσου ομάδος ο απροσδιόνυσος πάταγος.

Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος· αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ' άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του· τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς, επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον ο νεαρός θεός.

Εξηκολούθουν λοιπόν εν τη σιωπή της «νυκτός, νυκτός την οποίαν ουδέποτε θα λησμονήσω, εξηκολούθουν «εκμανθάνουσα τους στίχους μέχρις ου έφθασα εις την σκηνήν της «δολοφονίας. Αιφνιδίως κατελήφθην υπό της φρίκης της σκηνής εκείνης εις «τοιούτον βαθμόν, ώςτε μοι ήτο αδύνατον να εξακολουθήσω. Ήρπασα τον «λύχνον και πλήρης ταραχής εξήλθον του δωματίου.

Λαλεί τορνίθι, εψιθύρισε· πέρασαν το μεσάνυχτα . . . Κ' η μάννα μου τι να έγεινε; Ουδέν καλόν εσήμαινεν η αργοπορία αύτη της μητρός της. Και όμως παραδόξως η ελπίς την εθέρμαινε, και ήτο βεβαία ότι ουδέν κακόν είχε συμβή. Ηγέρθη και συνεδαύλισε το πυρ. Έλαβε τον λύχνον, κατέβη εις το ισόγειον, και επήρε ξηρά ξύλα, ναι επανελθούσα τα έρριψεν εις την εστίαν.

Εκεί εγνώρισα και τον ιδικόν μας λύχνον και αφού τον εχαιρέτισα του εζήτησα πληροφορίας περί της οικογενείας μου, τας οποίας μου έδωκε. Την νύκτα λοιπόν εκείνην εμείναμεν εις την Λυχνόπολιν την δ' επιούσαν αποπλεύσαντες επλησιάσαμεν εις τα νέφη, όπου είδαμεν κ' εθαυμάσαμεν και την πόλιν Νεφελοκοκυγίαν , αλλά δεν εξήλθαμεν εις αυτήν, διότι ο άνεμος δεν ήτο βοηθητικός.

Αλλά προς τι να σου αναφέρω τον Ορφέα ή τον Νέανθον, αφού και εις την εποχήν μας υπήρξε και υπάρχει ίσως ακόμη κάποιος, ο οποίος ηγόρασεν αντί τριών χιλιάδων δραχμών τον πηλόπλαστον λύχνον του Στωικού Επικτήτου; Ήλπιζε, φαίνεται, και αυτός ότι, εάν κατά τας νύκτας αναγινώσκη εις το φως του λύχνου εκείνου, εντός ολίγου θα του έλθη ως όνειρον η σοφία του Επικτήτου και ότι θα γίνη όμοιος με τον θαυμαστόν εκείνον γέροντα.

Έλα λοιπόν γρήγορα, φίλτατε Μάχτο, και σε περιμένω νύκτα και ημέραν...... Τοιαύτην επιστολήν εσχεδίαζεν η Αϊμά. Πριν ή αποκοιμηθή, ανηγέρθη επί μίαν στιγμήν και έσβυσε τον λύχνον. Είχε συνειθίσει ήδη εις το σκότος. Είπε καθ' εαυτήν ότι δεν ηδύνατο να ίδη όνειρα, αν άφηνε τον λύχνον ανημμένον. Τέλος έκλεισε τους οφθαλμούς και εταλαντεύετο μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως.

Και λαβών τον λύχνον από την τράπεζαν, προτού εκείνη προφθάση να τον λάβη, την ηκολούθησα. Ο Νίκος ήρχετο κατόπιν μου και τελευταίος ο Κος Μελέτης. Το δωμάτιον εις το οποίον η Κυρία Σοφία μας ωδήγησεν, εκ πρώτης όψεως και μεθ' όλην την γενομένην εντός αυτού μεταβολήν, εφαίνετο νέας γυναικός κοιτών.