United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος· αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ' άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του· τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς, επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον ο νεαρός θεός.

Η διδασκαλική έδρα, υψηλή, με τα φατνώματα σαπρά, κεχηνότα, ωμοίαζε με βάρκαν ξουριασμένην μακράν του λιμένος υπό του ανέμου. Ο πρωτόσχολος, γυμνόπους, ελαφρά και μετά προφυλάξεως πατών, διά να μη βυθισθή και εμπέση παρ' αξίαν εις το πειθαρχείον, πότε γελών και πότε σοβαρευόμενος, προσεπάθει να επιβάλη σιωπήν.

Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης· καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην. — Πάρ' τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθη.

Αλλά προς τι να ζητώμεν ύπνον και όνειρα, οπόταν αυτή η αλήθεια ή η π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η ς, ως λέγομεν σήμερον, είναι παντός ονείρου γλυκυτέρα; Τις άνευ πόθου και συγκινήσεως ενθυμείται την άγρυπνον νύκτα, ην διήλθεν, αφού απήλαυσε μυριάδας εκ λαχείου, δάφνην εκ ποιήματος ή το πρώτον φίλημα της πρώτης ερωμένης; Η Ιωάννα αποτινάξασα τα χρυσοκέντητα εφαπλώματα της αποστολικής κλίνης περιέτρεχε γυμνόπους την νέαν αυτής κατοικίαν.

Θυγάτηρ αγαθού αγρότου, ήντλει μικρά έτι από του φρέατος της οικίας, ίνα ποτίζη τον πατρικόν όνον, και πολλάκις μετεφέρετο από των αγρών εντός των καλάθων του, οσάκις απέκαμνε να τον παρακολουθή γυμνόπους.

Πολλάκις εν ώρα μεσονυκτίου φεύγουσα γυμνόπους την άυπνον κοίτην της εισέδυεν ακροποδητεί εις τον θάλαμον, όπου εκοιμάτο ο υποψήφιος διάδοχος του Φρουμεντίου, και σκιάζουσα διά των δακτύλων το φως της λυχνίας, ως η Σελήνη τας ακτίνας της διά νεφελών, ότε επεσκέπτετο τον Λάτμιον ποιμένα, έμενεν ολοκλήρους ώρας θεωρούσα τον υπνώττοντα νεανίαν.

Εν τούτοις εις το βάθος του δώματος, αριστερά επεφάνη είς άνθρωπος με χιτώνα λευκόν, γυμνόπους και με στωικόν ύφος. Ο Μαναή, από τα δεξιά, ώρμησε υψών την μάχαιράν του. Η Ηρωδιάς φωνάζει τον Μαναή — «Φόνευσέ τον». — «Στάσουτου λέγει ο Τετράρχης. — Ο Μαναή έμεινεν ακίνητος, ως και ο άλλος.