Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Βάβω κι' αγγονιά είταν δυο πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού, που δε μπορούσε να ζήση το ένα χωρίς το άλλο! Αχ! δόσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα να ποτίζη τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά!

Ο οδοιπόρος δύναται να φέρη το στρώμα του αν θέλη, ημπορεί να καθήση σταυροπόδι να φάγη, και να κοιμηθή κατόπιν επ' αυτού. Κατά κανόνα, πρέπει να φέρη μαζύ του και την τροφήν του, να περιποιήται μόνος τα ζώα του, να τα ποτίζη μόνος του. Δεν ελπίζει, αλλ' ούτε και απαιτεί να τον υπηρετούν, και αντί ελαχίστης δαπάνης ευρίσκει ασφάλειαν, στέγην και χώρον να κοιμηθή.

Θυγάτηρ αγαθού αγρότου, ήντλει μικρά έτι από του φρέατος της οικίας, ίνα ποτίζη τον πατρικόν όνον, και πολλάκις μετεφέρετο από των αγρών εντός των καλάθων του, οσάκις απέκαμνε να τον παρακολουθή γυμνόπους.

ΚΟΒΙΕΛ Αλαμπάλα κρότσιαμ άξι μπουράμ αλαμπάμεν. ΚΛΕΟΝΤ Καταλέκι τούμπαλ ούριν σότερ αμαλούκαν. ΚΟΒΙΕΛ Λέει, βροχή από ευτυχίες να ποτίζη πάντοτε τον κήπο της οικογενείας σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν σας είχα πει πως μιλάει Τουρκικά: ΔΟΡΙΜΕΝΗ Θαυμάσιο πράγμα. ΣΚΗΝΗ '. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έλα, κόρη μου, πλησίασε και δώσε το χέρι σου στον κύριο που σου κάνει την τιμή να σε ζητήση γυναίκα του.

Σαν ποιο λιβάδι τάχα Να βρέχη, να δροσολογά; Τι δέντρα να ποτίζη Και τι λουλούδια να φιλή; Τάχα σαν ποιο ακρογιάλι Με αγάπη να το δέχεται γλυκάτην αγκαλιά του; Τι αγγέλοι τάχα, τι πουλιά, τι πρόβατα το πίνουν, Και τι νεράιδες ώμορφες να λούζουν τα κορμιά τους; Σαν πώς να λάμπη εκεί ο ουρανός; Σαν πώς να ξημερώνη; Πώς να σουρπώνη από βραδίς; Τ' αστέρια πώς να φέγγουν Σαν ποιο στρατί να βγαίνη εκεί; Σαν πού θα τ' απαντήσω; Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι, Βουνά, ποτάμια επέρναγα, νεροσυρμές και κάμπους, Δεν τ' απαντούσα πούπωτα.

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν Κοράσια σας οπ' είχαν Ψυχήν 'σάν φλόγα, χείλη 'Σάν δροσισμένα 'ρόδα, Λαιμόν 'σάν γάλα; 'Στά πλούσια περιβόλια σας Βασιλικός και κρίνοι Ματαίως ανθίζουν· έρημα, Ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται Να τα ποτίζη. Τα δάση, τα λαγκάδια σας, Όπου η φωναί αντιβόουν Των κυνηγών, σιωπώσι· Σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι Μόνον βουίζουν.

Σχεδόν όλην την ημέραν ο Αντωνέλλος την εξώδευε εις το περιβόλι μέσα· το αγαπούσε με πάθος, σαν να ήτο ερωμένη. Να σκάπτη, να καθαρίζη, να κλαδεύη, να ποτίζη, ήτο η μόνη του ενασχόλησις· και όλ' αυτά μόνος, ή σχεδόν μόνος, διότι βοηθόν είχε μόνον διά την πιο χονδρήν εργασίαν.

Αλλ' εις τον κήπον, την ώραν που θα ποτίζη τα λουλούδια της, να υπάγω κ' εγώ να της κάμω ενόχλησιν; Είνε τούτο πρέπον; Θα δυσαρεστηθή. Αλλά δεν θα υπάγω την ώραν όπου έχει εργασίαν, θα υπάγω εις άλλην ώραν. Αλλ' όμως η Αϊμά σχεδόν όλας τας ώρας έχει εργασίαν, δεν κάθηταί ποτε αργή. Ας είνε. Θα της ειπώ πρωτήτερα, τι ώρα θα είνε εις τον κήπον, χωρίς να κάμνη εργασίαν, διά να υπάγω να της ομιλήσω.

Το δε νερόν, το οποίον έτρεχεν από αυτάς, το επήγαιναν να ποτίζη το δάσος του ναού του Ποσειδώνος, το οποίον είχε κάθε λογής δένδρα θαυμάσια διά την ωραιότητα και το ύψος ένεκα της γονιμότητος της γης, άλλο δε μέρος αυτού με αυλάκια το έφεραν έως εις τους έξω γύρους κατά το μέρος των γεφυρών, όπου υπήρχον ναοί μεν πολλοί και πολλών θεών, κήποι δε και γυμναστήρια πολλά κατασκευασμένα, άλλα μεν ανδρών, άλλα δε αλόγων, χωριστά εις κάθε μίαν από τας δύο ζώνας της ξηράς, είχον δε προ πάντων εις το μέσον της μεγαλυτέρας από τας νήσους χωρισμένον έν ιπποδρόμιον, το οποίον είχε πλάτος ενός σταδίου, το δε μήκος του έπιανε όλον τον γύρον της νήσου, διά να συναγωνίζωνται τ' άλογα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν