United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θέλω η βρυσούλα, η ρεμματιά, παλιές γλυκιές μου αγάπες, Να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους, Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους Να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ζυπνούν το τάχυ, Και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου Το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.

Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους. Όσο να γυρίσω 'γώ στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι.

Από την βρύσιν εκείνην, πράγματι, μόνον τα πετεινά τ' ουρανού ηδύναντο να πίνουν. Η Χαδούλα έκυψε κ' έπιε . . . — Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και τη χάρι σας να πετάξω! . . . Κ' εγέλασε μονάχη της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ' επέταξαν έντρομα . . .

Η Ελπίδα έλεγε το μυρολόι της σιγά και ταπεινά, σα βρυσούλα που κλαίει την ερμιά της μέσ' στο δάσος. Τα λόγια της ήταν απλά και συνειθισμένα· μα τους έδινε τέτοιο αίσθημα η λαλιά της που τάκανε ουρανοκατέβατα. Ο πόνος πάλαιβε με το πάθος και το πάθος με το θρίαμβο μέσα τους.

Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσερέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' έχουν ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους. Όσο να γυρίσω 'γω στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι.

Δαμοίτας κάποτε, Άρατε, και Δάφνις ο βουκόλος μάζεψαν τα κοπάδια τους κ' οι δυο σ' ένα λιβάδι· ο ένας μόλις χνούδωνε κι ο άλλος ξανθογένης· στη βράση του καλοκαιριού και μέσ' στο μεσημέρι σε μια βρυσούλα εκάθονταν και τέτοια τραγουδούσαν. Πρώτος ο Δάφνις άρχισε γιατί και τώπε πρώτος.

Βάβω κι' αγγονιά είταν δυο πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού, που δε μπορούσε να ζήση το ένα χωρίς το άλλο! Αχ! δόσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα να ποτίζη τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά!

Πού πας περδικομάτα μου, κατά 'ςτό μεσημέρι, Που σε λερώνει ο κορνιαχτός και σε μαυρίζει ο ήλιος; 'Στά φουντωτά τα δένδρα μου να ξαποστάσης έλα, Να πιής οχ' τη βρυσούλα μου, να πάρης λίγη ανάσα, Να ξαπλωθήςτους ίσκιους μου όσο να πέσ' η κάψα Κι' όσο να πάρη το δροσιό, κ' ύστερ' αν θέλης φεύγεις.

Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ' ένιψε η μάννα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω.