United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το δάσος, η πηγή, το ρυάκιον, η γιγαντιαία βαλανιδιά, η γαλανή λίμνη, η καλύβα του βοσκού, όλα τα μέρη, τα οποία τόσας φοράς τον είχον ίδη παίζοντα και είχον ακούση την φωνήν του, διετήρουν και τόρα την νεκρικήν των απάθειαν εις τας συχνάς ερωτήσεις της Μάρως.

Κι ο Δάφνης, άμα έγινεν ησυχία, επήγε στον κάμπο όπου έβοσκαν και μήτε τα γίδια βλέποντας, μήτε τα πρόβατα συναπαντώντας, μήτε τη Χλόη βρίσκοντας, παρά ερμιά μεγάλη και πεταμένο το σουραύλι, που με δαύτο ουνήθιζε να διασκεδάζη η Χλόη, φωνάζοντας δυνατά και κλαίοντας θρηνητικά, πότε έτρεχε κατά τη βαλανιδιά, όπου εκάθονταν, πότε κατά τη θάλασσα για να ιδή τη Χλόη και πότε στη σπηλιά των νυμφών, όπου είχε ζητήσει προστασία, όταν την έπιασαν.

Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

Όντας εκεί η Κλεαρίστη, θέλησε να ιδή αυτό που είπεν ο Λάμωνας και διατάζει το Δάφνη να παίξη το σουραύλι στα γίδια, όπως συνήθιζε, και του τάζει άμα παίξη να του χαρίση ένα πουκάμισο και ποδίνες. Κ' εκείνος αφού τους εκάθισε γύρω σαν σε θέατρο, στάθηκε κάτω από τη βαλανιδιά και βγάνοντας από το ταγάρι το σουραύλι, πρώτα εφύσηξε λίγο.

Την άλλη μέρα, μόλις εβγήκανε στη βοσκή, ο Δάφνης καθούμενος κάτω από τη συνηθισμένη βαλανιδιά έπαιζε το σουραύλι και μαζί επρόσεχε και τα γίδια, που είχαν ξαπλωθή κάτω σαν ν' άκουγαν τους σκοπούς· κ' η Χλόη καθισμένη κοντά εφύλαε τα πρόβατα, μα πιο πολύ εκοίταζε το Δάφνη· και πάλι ενώ αυτός έπαιζε το σουραύλι τής εφαινότανε όμορφος κ' ενόμιζε τη μουσική αφορμή της ομορφιάς, ώστε να πάρη κι αυτή ύστερ' από κείνον το σουραύλι μήπως γινότανε κι αυτή όμορφη.

Και μόλις τον εσυνέφερε η Χλόη με τα φιλιά και τον εζέστανε με τ' αγκαλιάσματά της, στη γνώριμη βαλανιδιά πηγαίνει· κι άμα εκάθισε στη ρίζα, την ερωτούσε πώς εξέφυγε από τόσους εχτρούς.

Πολύ σπουδαιότερον παρά να ηξεύρη τι λέγει είνε διά τον δραματοποιόν να ηξεύρη προς ποίους ομιλεί, αποφεύγων να προσφέρη μαργαρίτας εις τους προτιμώντας τα βαλανίδια. — Εις τοιούτον σφάλμα δεν υποπίπτει ποτέ η Α. Μεγαλειότης. Αι υποθέσεις των κωμωδιών του διακρίνονται προ πάντων διά την επιτυχίαν της εκλογής.

Αμέσως λοιπόν ετρέξανε στις Νύμφες και στη σπηλιά· κι από εκεί στον Πάνα και στο πεύκο· ύστερα στη βαλανιδιά, όπου καθούμενοι και τα κοπάδια έβοσκαν κ' εγλυκοφιλούσαν ο ένας τον άλλο.

Την άλλη μέρα αφού επροφασίστηκε πως θα πάη στην ετοιμόγεννη γυναίκα, φτάνει χωρίς να κρύβεται στη βαλανιδιά όπου εκάθονταν ο Δάφνης κ' η Χλόη, και σαν εκαμώθηκε απαράλλαχτα την ταραγμένη είπε: — Σώσε με, Δάφνη, την κακομοίρα· επειδή από τις είκοσι χήνες μου μια, την πιο καλή, ένας αετός μου την άρπαξε· μα επειδή εσήκωσε μεγάλο φόρτωμα, δε μπόρεσε πετώντας να πάη σ' εκείνο το συνηθισμένο του αψηλό βράχο παρά έπεσε σ' αυτήν εδώ τη χαμηλή λαγκάδα.

Τότε εφροντίζανε να τρώνε τα βόιδια άχερο στους σταύλους, τα γίδια και τα πρόβατα στις στάνες φύλλα, οι χοίροι στα χοιροστάσια πρινοκόκκι και βαλανίδια.