United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι οδόντες του έλαμπον, και οι δάκτυλοι των ποδών του πατώντες ελαφρά επί των μαύρων πλακών, υπεβάσταζον το σώμα του, το οποίον είχεν ευκαμψίαν πιθήκου, η δε μορφή του απάθειαν μομίας. — «Πού είνεηρώτησεν ο Τετράρχης. Ο Μαναή απήντησεν, δεικνύων διά του αντίχειρος έν αντικείμενον όπισθέν των. — Πάντα, εκεί! — Θαρρώ πως τον άκουσα!

Αν θέλης να μου το πης. — Ξεύρεις την γνωριμία μου, την αδελφή Βεάτη; Ο Σκούντας έκαμε κίνημά τι, ελέγχον συγκίνησιν. Αλλ' όμως προσεποιήθη απάθειαν. — Πού να την ξεύρω; — Ξεύρεις το μοναστήρι των γυναικών; Νέον κίνημα έκαμεν ακουσίως ο Σκούντας. — Το έχω ακουστά, αλλά δεν υπήγα ποτέ. — Λοιπόν η Βεάτη, μου είνε γνωστή από τον υποκριτήν εκείνον τον Δερμίνην, οπού σου είχα διαβάσει το γράμμα του.

Το δάσος, η πηγή, το ρυάκιον, η γιγαντιαία βαλανιδιά, η γαλανή λίμνη, η καλύβα του βοσκού, όλα τα μέρη, τα οποία τόσας φοράς τον είχον ίδη παίζοντα και είχον ακούση την φωνήν του, διετήρουν και τόρα την νεκρικήν των απάθειαν εις τας συχνάς ερωτήσεις της Μάρως.

Μορφή κωμικώς ανώμαλος και ακανόνιστος, πνεύμα αντιλαμβανόμενον τα πράγματα υπό παράδοξον και απροσδόκητον όψιν. Ουδέποτε γελά, κάμνει όμως πάντοτε τους άλλους να γελούν, ιδίως με την απάθειαν και την φυσικότητα με την οποίαν λέγει τα παραδοξότερα των πραγμάτων. Το μόνον όπερ εις την μορφήν του γελά είνε τα πράσινα μάτια του.

Όταν αναγινώσκη τις τα έγγραφα τα επιμαρτυρούντα τας ακαταλογίστους θυσίας, τους διηνεκείς κινδύνους, την απεριόριστον αυταπάρνησιν, τους αγώνας, τα τολμηρά σχέδια των συνεταίρων και συγκρίνη ταύτα προς την παρούσαν νέκρωσιν, προς την απάθειαν, προς την μικρότητα ημών των αμέσως διαδεχθέντων εκείνους, καταλαμβάνεται υπό ανεκφράστου απελπισίας.

Τον εζήτησα ματαίως εις διάφοοα μέρη· πουθενά δεν εφαίνετο. Εκρύπτετο, ή έκανε κανένα ταξείδι; προφανώς το τελευταίον κτύπημα το τόσον απροσδόκητον τον είχε ζαλίση. Να ματαιωθούν τόσα όνειρα! και πότε, οπόταν η πραγματοποίησίς των εθεωρείτο βεβαία! Με όλην του την απάθειαν, με όλην του την φιλοσοφίαν ο ατυχής φίλος μου δεν εκρατήθη. Εντρέπετο, φαίνεται και να παρουσιασθή.

Ο φίλος μας αυτός ήτο ο μόνος σκεπτικός μεταξύ μας, ο μόνος όστις ηγάπα να φιλοσοφή, επιτηδεύων στωικότητα και απάθειαν και ο μόνος όστις ουδέν σκοτεινόν ή ανεξήγητον παρεδέχετο. — Και όμως, είπεν ο γέρων Φ. είνε μερικά φαινόμενα, τα οποία, επαναληφθέντα πλέον ή άπαξ, δεν ημπορούν να ονομασθούν απλαί συμπτώσεις. Ο σκεπτικός μας ύψωσε τους ώμους. Ο γέρων επανέλαβε.

Αλλ' ο Νικολάκης, όστις από της παραλίας ακόμη επληροφορήθη τα διατρέχοντα, έδειξε μεγάλην απάθειαν και εφρόντισε πρώτον να επαναφέρη εις τας αισθήσεις της την σύζυγόν του, ήτις έπεσεν αναίσθητος επάνω εις τα καλά φορέματα του συζύγου της, προ των οποίων ως προ απεικονίσματος εθρήνει τόσας ημέρας, ως είπομεν.

Ο Βιτέλλιος τας εδέχθη με απάθειαν. Του απήντησεν ότι, ο μέγας Ηρώδης μόνος ήρκει διά την δόξαν ενός έθνους. Οι Αθηναίοι του είχον αναθέσει την γενικήν εποπτείαν των ολυμπιακών αγώνων. Είχε κτίσει ναούς προς τιμήν του Αυγούστου, ήτο καρτερικός, ευφυής, τρομερός και πάντοτε πιστός εις τους Καίσαρας.

Οι Τούρκοι όμως ετήρουν αυθάδη απάθειαν και ως να μη έδιδαν προσοχήν εις τας εχθρικάς εκδηλώσεις, τας οποίας έβλεπαν γύρω των, εδείκνυαν και διαθέσεις να λάβουν μέρος εις τον χορόν. Μετ' ολίγον όμως τους επλησίασεν ο προεστός Αέρας, ο οποίος, αφού τους εκαλισπέρισεν, είπε: — Δε μου λέτε, αγαδάκια, είντά 'ρθετε επαέ να κάμετε; — Ήρθαμε να χορέψωμε, απήντησεν είς εκ των Τούρκων.