United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι κάποιο παραμύθι, σαν εκείνα που τ' ακούμε μ' όλη της παρθενιάς τους τη χάρη και μ' όλη τη γητεία του μύθου: Ο Δάφνης κ' η Χλόη, παιδιά παραρριγμένα από τους γονέους τους, είχαν την τύχη να περιμαζευτούν από καλούς κι απλοϊκούς ανθρώπους, που ζούσανε στην εξοχή· τα παιδιά αυτά μεγαλώσανε μαζί, έβοσκαν όλη τη μέρα μαζί, εγνώρισαν ο ένας τον άλλο πολύ και φυσικά αγαπήθηκαν τόσο, που η ζωή του ενός ήτανε ζωή του άλλου.

Κ' έλεγεν, ότι ενώ άλλοι του δίνουν πολλά, απ' αυτούς δε θα πάρη τίποτα, παρά κι από τα δικά του ακόμη θα τους δώση· επειδή είχαν αναθραφή μαζί τα παιδιά κι όταν έβοσκαν είχανε δεθή μ' αγάπη, ώστε να μη μπορή εύκολα να τους χωρίσουνε· μα τώρα έχουνε κι ηλικία για να κοιμούνται μαζί. Αυτά κι ακόμη περισσότερα έλεγεν ο Δρύαντας, σαν να είχε γι' ανταμοιβή, άμα τους πείση, τις τρεις χιλιάδες.

Ύστερα αυτοί αφού γύρισαν πίσω, εξέταζαν τα κοπάδια τους· και σαν είδαν πως έβοσκαν ήσυχα και τα γίδια και τα πρόβατα, κάθησαν σε κούτσουρο βελανιδιάς και κοίταζαν μήπως ο Δάφνης, όταν έπεσε, ματώθηκε σε κανένα μέρος του κορμιού του. Δεν είχε πληγωθή καθόλου, μήτε είχε ματώσει· μα ήτανε γεμάτος χώμα και λάσπη και στα μαλλιά και στάλλο κορμί.

Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις, εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355 και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων, απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα, ότιτο πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι. και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360 κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν, και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν. και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365 ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου, κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι• αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα, κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, Αχ! για καλό δεν μ' έχετεύπνο βαρύ βυθίσει• κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».

Αμέσως λοιπόν ετρέξανε στις Νύμφες και στη σπηλιά· κι από εκεί στον Πάνα και στο πεύκο· ύστερα στη βαλανιδιά, όπου καθούμενοι και τα κοπάδια έβοσκαν κ' εγλυκοφιλούσαν ο ένας τον άλλο.

Είχε διατάξει να καθαρίσωσι το υπό την δασκαλοκαθέδραν σωφρονιστήριον, εκεί όπου έβοσκαν εν πάση ανέσει πολυάριθμοι ψαλλίδες, βλατούδες και ποντικοί. Είχε κάμει νέαν και πλουσίαν προμήθειαν από δεσμίδας βεργών, και είχεν αρχίσει «να της βρέχη» πάλιν γερά, καθώς άλλοτε.

Συνήθειαν είχον αι γερόντισσαι ποιμενίδες του βουνού, όταν νεωτέρα τις μεταξύ τούτων εγέννα βρέφος εν καιρώ χειμώνος, εις το καλύβι, στα βουνά επάνω, και ο χειμών ήτο σφοδρός, όπως εφέτος, επειδή θα ήτον μεγάλος κόπος διά τον παπάν ν' ανέλθη να δώση την συνήθη ευχήν εις την λεχώνα, να γεμίζουν έν αγγείον νερόν, ή από το αγίασμα των Ταξιαρχών ή από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλίου, κατά το κατώμερον εις το οποίον έβοσκαν ή εκατοικούσαν αι οικογένειαι των αγροδιαίτων, και να το πηγαίνουν εις τον παπάν, κάτω εις την χώραν.

Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ' έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ως τόσο πάντα στον ώμο.! Πού να ταφήση Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είνε πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είνε που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.

Κ' εκείνα κείτονταν όλα χάμω χωρίς να βόσκουνε, μήτε να βελάζουνε, μα, θαρρώ, το Δάφνη και τη Χλόη, που είχανε γίνει άφαντοι, πιθυμούσαν. Όταν λοιπόν εφάνηκαν και τους εφώναξαν όπως πάντα κ' έπαιξαν το σουραύλι, τα πρόβατα, αφού εσηκώθηκαν, έβοσκαν και τα γίδια επηδούσανε βελάζοντας σαν να χαίρονταν για τη σωτηρία του αγαπημένου τους γιδάρη.

Κι ο Δάφνης, άμα έγινεν ησυχία, επήγε στον κάμπο όπου έβοσκαν και μήτε τα γίδια βλέποντας, μήτε τα πρόβατα συναπαντώντας, μήτε τη Χλόη βρίσκοντας, παρά ερμιά μεγάλη και πεταμένο το σουραύλι, που με δαύτο ουνήθιζε να διασκεδάζη η Χλόη, φωνάζοντας δυνατά και κλαίοντας θρηνητικά, πότε έτρεχε κατά τη βαλανιδιά, όπου εκάθονταν, πότε κατά τη θάλασσα για να ιδή τη Χλόη και πότε στη σπηλιά των νυμφών, όπου είχε ζητήσει προστασία, όταν την έπιασαν.