United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο Δόρκωνας κείτονταν χάμω με βαθιές πληγές κομματιασμένος από τους κορσάρους και ψυχομαχώντας, επειδή είχε χάσει αίμα πολύ. Όταν όμως είδε τη Χλόη και πήρε λίγη ζωή από την προτητερινή του αγάπη, είπε: — Εγώ, Χλόη, σε λίγο πεθαίνω, επειδή οι κακούργοι κουρσάροι, ενώ προστάτευα τα βόιδια μου, με κατακομμάτιασαν σαν βόιδι. Μα εσύ και το Δάφνη σου σώσε κ' έμενα εκδικήσου κ' εκείνους αφάνισέ τους.

Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα, κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει. το σώμα του όλο επρήσκονταντο στόμα, εις τα ρουθούνια 455 ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο. και ως πήρε ανάσα, και η ψυχήτα στήθη του εσυνάχθη, αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι, και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε•το ρεύμα 460 τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθητα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμιτον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα. κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό.

Στου Βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι 225 Ν' ακούσουν την απόφασι, και τι 'χε να προβάλη Για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα Με καταφρόνεσι πολλή χωρίς ταφή και μνήμα. Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζη, Της θύραις της ανατολής με ρόδα να σκεπάζη, 230 Και στην αυλή του Βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι, Οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι.