Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Ολόκληρον κεφάλαιον μόλις του αρκεί διά την περιγραφήν της ασπίδος του αυτοκράτορος με την Γοργόνα, την οποίαν έχει εις το κέντρον, και τους κυανολεύκους οφθαλμούς της και τον γύρον τον μιμούμενον το ουράνιον τόξον και τους δράκοντας τους συμπεπλεγμένους και συστρεφομένους ως βόστρυχοι . Και διά την αναξυρίδα του Ουολογέσου ή τον χαλινόν του ίππου του, ω θεέ μου, πόσος χείμαρρος λόγων εχρειάσθη• και πώς ήτον η κόμη του Οσρόου ενώ διέβαινε κολυμβών τον Τίγρητα, και εις ποίον σπήλαιον κατέφυγεν, όπου ο κισσός, η μυρτιά και η δάφνη εφύοντο ομού και εσχημάτιζον πυκνήν σκιάν.

Πώς δε μέσω της δράσεως της υποθέσεως, ως εύμορφος ανθογεμισμένος κισσός περί κορμόν δένδρου, ως εύμορφη κίτρινη και λευκή γιασουμιά περί αναδενδράδα αμπέλου, πλέκεται και παρεμβάλλεται περιγραφή, ήτις θα ήξιζε και μόνη να φιγουράρη δίκην φλαμανδικής ελαιογραφίας φυσιολογικής σχολής, ως φέρ' ειπείν η της εργασίας του μεταξοσκώληκος εις της Νεράιδες και η του χορού της καμάρας εις τα Βαkούφικα και η της κατασκευής των χαϊμαλιών εις τον Σκαλικάδζαρον .

Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό.

Πριν σ' εύρωτη Δαμάστα, Σ' απάντησατα Γιάννινα. 'Σ τον ίσκιο του Βηζύρη Δεν ελημέριασες και συ; — Ομέρπασα Βριόνη, Πνίγει το δέντρο κι' ο κισσός με ταγκαλιάσματά του. — Κι' όταν το δέντρο ξεραθή και γύρη ταντιστύλι Θανάση Διάκε, κι' ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. — Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.

Εκεί είνε δάφνες φουντωτές, κισσός σκοτεινιασμένος και κυπαρίσσια λυγερά, εκεί είνε και ταμπέλι που κάνει γλυκοστάφυλα, εκεί το κρύο νεράκι που μου το στέλνει από ψηλά η δασωμένη η Αίτνα βγαλμένο από τα χιόνια της, γάργαρο και δροσάτο.

Εμπρός στη στάνη του Δρύαντα και κάτου από το φράχτη της ήτανε δυο μεγάλες σμερτιές και κισσός είχε φυτρώσει· οι σμυρτιές ήτανε η μια κοντά στην άλλη κι ο κισσός ανάμεσα στις δυο, ώστε απλώνοντας σε καθεμιά τα κορφοβλάσταρά του σαν κλήμα με τ' απαναπανωτά φύλλα του έφτιανε είδος σπηλιάς· και τα τσαμπιά πολλά και μεγάλα, σαν σταφύλια από τα κλήματα, κρεμόντανε.

Κι άμα έχυσαν κρασί για τιμή του Διόνυσου, έτρωγαν έχοντας στεφανωμένα τα κεφάλια με κισσό. Κι όταν έφτασε η ώρα, σαν ετραγούδησαν τον Ίακχο κ' εφώναξαν «ευοί», ξεπροβόδιζαν το Δάφνη, αφού του εγέμισαν το ταγάρι κρέατα και ψωμιά. Τούδωκαν και τις φάσες και τις τσίχλες να της πάη του Δάμωνα και της Μυρτάλης, επειδή αυτοί θα έπιαναν άλλες όσο θα βαστούσε ο χειμώνας και δε θάλειπε ο κισσός.

Περιτριγύριζαν το βωμό κισσός και το ναό κλήματα· κ' είχε μέσα ο ναός διονυσιακές ζωγραφιές· τη Σεμέλη που γεννούσε, την Αριάδνη που κοιμότανε, το Λυκούργο δεμένο, τον Πενθέα που κατακοματιαζότανε· ήτανε και Ιντοί που νικόντουσαν και Τυρρηνοί που αλλάζανε μορφή· παντού Σάτυροι παντού Βάκχες που χορεύανε· μήτε ο Πάνας είχε λησμονηθή, παρά καθότανε κι αυτός παίζοντας το σουραύλι επάνω σε βράχο, παρόμοιος με παιγνιδιάτορα, που έπαιζε τον ίδιο σκοπό και για κείνους που πατούσανε και για κείνες που εχόρευαν.

Ήξερε ακόμα πώς σφικτοπεριπλέκεται ο μαύρος ο κισσός ολόγυρα στολόχλωρο κορμί του γεροπλάτανου και ολόγυρα στο κάτασπρο το μάρμαρο μιανής αρχαίας κολώνας. Και σφίγγοντας την αδερφούλα του στην αγκαλιά του, της έλεγε γλυκά και λυπημένα: — Πόσο μοιάζω κ' εγώ το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού....

Εις την χώραν των Ινδών Μαχλαίων, οίτινες κατοικούν εις τα αριστερά του Ινδού ποταμού μέχρι του Ωκεανού, υπάρχει ιερόν δάσος εις μέρος περίφρακτον και ουχί λίαν εκτεταμένον, το οποίον κισσός πολύς και κλήματα καθιστώσιν εντελώς σύσκιον. Εκεί υπάρχουν τρεις πηγαί καλλίστου και διαυγεστάτου ύδατος, εξ ων η μεν είνε αφιερωμένη εις τον Σάτυρον, η δε εις τον Πάνα και η τρίτη εις τον Σειληνόν.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν