United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα ταύτα, να σας ειπώ την αλήθειαν, εκέντησαν την περιέργειάν μου, και αφού πολλήν ώραν επονοκεφάλησα διά να συμβιβάσω τους τόσους επαίνους και τας τόσας ύβρεις, το τόσον λιβάνι και την λάσπην, τα οποία ο τύπος και η Εκκλησία έχυσαν επάνω εις αυτό το βιβλίον, απεφάσισα να το διαβάσω κ' εγώ, διά να σχηματίσω γνώμην με τα ιδικά μου μάτια και την ιδικήν μου κρίσιν.

Ο Ζουάν Μαρία μου έφερε κάποτε μια. Ένοιωσα ότι είχε τη μυρωδιά του κακού και έπεσα καταγής σαν να πέρασε άνεμος. Τι πρέπει να κάνω, ψυχή μου; Εάν δε σώσω την ψυχή μου, τι άλλο έχω αδελφέ μου;» «Τα λεφτά όμως του πεθαμένου τα πήρες, μπαγαμπόντηείπε ο Έφις. «Δικά μου ήταν. Τι τα θέλει τα λεφτά ένας πεθαμένος; Ένα σου λέω: δεν έκλεψα ούτε έχυσα ποτέ αίμα. Ούτε τ’ αδέλφια του Ιωσήφ έχυσαν αίμα.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ω άρχον, ευγενέστατε, να σου τον φανερώσω όλης αυτής της ταραχής τον αίτιον τον πρώτον.. αυτός, που τον εσκότωσεν ο νέος ο Ρωμαίος, αυτός που τον Μερκούτιον εσκότωσε, — ιδέ τον. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τυβάλτη μου! ανεψιέ! παιδί του αδελφού μου! Ω άρχον! ω εξάδελφε! ω άνδρα μου! Το αίμα του συγγενούς μας έχυσαν! Δικαιοσύνη, πρίγκηψ! Ξεπλήρωσε το αίμα του με του Μοντέκη αίμα. Ανεψιέ, ανεψιέ!

Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλοντην φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδατην φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μητο ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκότο ολόμαυρο καράβι». 445

Εφτύς νερό τους έχυσαν οι κράχτες να νιφτούνε, κι' οι νιοί κροντήρια με πιοτό γιομίσανε ως τα χείλια, 175 κι' όλους κερνούνε, απ' τους θεούς με τα καφκιά αρχινώντας Και στάξοντας, σαν ήπιανε όσο η καρδιά ζητούσε, σηκώνουνται απ' του βασιλιά να πάνε την καλύβα, ενώ πολλές τους έδινε ο Μέστορας ορμήνιες, όλα λεφτολογώντας τους, μα του Δυσσέα πρώτα 180 τούλεγε και του σύσταινε ότι μπορεί να κάνει και του Πηλιά τον άξιο γιο να φέρει στα νερά τους.

Έρριξαν επάνω του χώμα πολύ και φύτεψαν πολλά ήμερα χόρτα κ' εκρέμασαν επάνω στον τάφο του τα προφαντά από τα σπαρτά· μα και γάλα του έχυσαν και σταφύλια έζυψαν και σουραύλια πολλά έσπασαν.

Κατά την επανάστασιν του 54 εξεστράτευσε και ο στρατηγός επί κεφαλής σώματος ιππέων, αφού πανηγυρικώς εμετάλαβεν εις τον Άγιον Γεώργιον, όπου πολλοί ωραίοι οφθαλμοί έχυσαν δάκρυα.

Είταν όμως πικρά τα λόγια σου, κ' έχυσαν άδικη χολή σε καρδιές που δεν τις γνώρισες σαν και μένα, που είμαι γυναίκα και καθεμέρα τις βλέπω και τις ακούγω. Μέσα στα φτωχικά τα καλύβια λάμπουν κάποτες περλάντια, χίλιες φορές πιο ατίμητα από το διαμάντι αυτό που φορείς. Πετράδια που δεν τα πιάνει ανθρώπου λόγος, γιατ' είνε ουράνια στολίδια και τα διαφεντεύει ο Θεός.

Ο Φάνης είχεν αφήσει εις την Αίγυπτον τα παιδία του· αυτά τα παιδία αγαγόντες εις το στρατόπεδον και εις θέσιν ώστε να δύναται να τα βλέπη ο πατήρ, έστησαν κρατήρα μεταξύ των δύο στρατευμάτων έπειτα, λαμβάνοντες το έν μετά το άλλο, τα έσφαζον άνωθεν του κρατήρος και αφού εσφάγησαν όλα έχυσαν εις το αίμα των ύδωρ και οίνον. Πιόντες εκ του κράματος τούτου όλοι οι επίκουροι, συνεπλάκησαν.

Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νειώτη Κ' η περηφάνεια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα Κ' η λευθεριά του ξηφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα Τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρωτο Διάκο που ψυχομαχά.