Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ' έφαγε. Μ' έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκο — τι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό του — είπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ' εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε.
Θαρρέψανε μάλιστα πως λάθος έγινε και πως τον Κωσταντίνο εννοούσε ο Γαλέριος. Ο Γαλέριος όμως, παραμερίζοντας το λαοπόθητο Κωσταντίνο πήρε από το χέρι το Μαξιμίνο και τον κήρυξε Καίσαρα. Έβγαλε τότες ο Μαξιμίνος τα φτωχικά του φορέματα και ντύθηκε την Καισαρική τη στολή. Άναψε ο Κωσταντίνος βλέποντας τέτοια ταπείνωση, μα ήξερε και να συγκρατιέται· ήξερε και να περιμένη δίχως ν' αλησμονή.
Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα οπ' αρχοντέψαμαν. Τα ίδια της λαλούσε κ' η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ' η «ξεμυαλισμένες» όπως τες έλεγε η γρηά, αδερφάδες του. Μα η Κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα. — Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κ' επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνες σας!
Ίσως τα φτωχικά όνειρα που έβλεπε εκείνος — και δεν θα τάβλεπε και καλά γιατ' ήτο στραβός — να βγαίνουν από αυτές τις πόρτες• το δικό μου όμως το γλυκύτατον όνειρον βγήκε από χρυσή πόρτα και ήτο χρυσόν και αυτό, ήτο κατάχρυσα στολισμένον και είχε μαζή του του κόσμου το χρυσάφι.
Η Ελπίδα σάστισε· νόμισε πως χαμογέλασε για τα φτωχικά τ' ασπρόρρουχά της. — Τι να κάμω, Κυρά μου ; είπε κατακόκκινη σαν τριαντάφυλλο. Το ξέρω πως δεν πρέπουν στο κορμί σου τ' ασπρόρρουχά μου· μα δεν έχω άλλα. Να τόξερα πως θα τα φέρη ο θεός τόσο γρήγορα να σε ντύσω 'γώ, θα σου ύφαινα παννί απ' του ήλιου τη χάρη. Μα δεν τόλπιζα και θα σε προστυχοντύσω.
Είταν όμως πικρά τα λόγια σου, κ' έχυσαν άδικη χολή σε καρδιές που δεν τις γνώρισες σαν και μένα, που είμαι γυναίκα και καθεμέρα τις βλέπω και τις ακούγω. Μέσα στα φτωχικά τα καλύβια λάμπουν κάποτες περλάντια, χίλιες φορές πιο ατίμητα από το διαμάντι αυτό που φορείς. Πετράδια που δεν τα πιάνει ανθρώπου λόγος, γιατ' είνε ουράνια στολίδια και τα διαφεντεύει ο Θεός.
Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα υπ' αρχοντέψαμαν. Τα ίδια της λαλούσε κ' η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ' η «ξεμυαλισμένες» όπως τες έλεγε η γρηά, αδερφάδες του. Μα η Κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα. — Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κ' επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνε σας!
Όταν εγίνονταν αυτά, έκαμα ένα κορίτσι· μη θέλοντας να το αναθρέψω φτωχικά, αφού το στόλισα μ' αυτά τα σημάδια, το πέταξα, ξέροντας, ότι πολλοί πεθυμούνε να γίνουν και με τέτοιο τρόπο πατέρες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν