United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέροντας και πώς να κολακεύη το Ζωτικό έβαλε στο χέρι, εξόν από μια πλούσια γυναίκα, κι απόνα χρυσό νόμισμα την αράδα για ένα εγκώμιο που τούγραψε. Αργότερα όμως σα να λιγόστεψαν τα πλούτη του, και τότες έγραψε «Περί Αξιωμάτων». Έγραψε και Πανηγυρικό του Ιουστινιανού κ' ιστορία του Περσικού πολέμου. Στα τέλη του διορίστηκε Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο.

Η Τέχνη φευγάτη από τις φυλακές του ρεαλισμού θα τρέξη να τον χαιρετήση και θα του φιλήση τα όμορφά του χείλη που λένε το ψέμα, ξέροντας πως αυτός μονάχα κατέχει το μεγάλο μυστικόν όλων της των εκδηλώσεων, το μυστικόν ότι η αλήθεια είναι εντελώς και απολύτως ζήτημα ύφους· ενώ η Ζωή — η φτωχή, η πιθανή, η δίχως ενδιαφέρον ζωή του ανθρώπου — η βαργιεμένη να επαναλαβαίνη τον εαυτό της προς όφελος του κ.

Θα ξυπνήσουνε μέσα σου μύριες παλιές σκηνές ανάλογες, θαρπάξη η φαντασία σου μια ή και πιώτερες, και θα σου σκαρώση μιαν Κάντανο, που να τηνε δης την αληθινή καμιά μέρα, θα γελάς με τη ψεύτικη την εικόνα που είχες παρμένη από τον τεχνίτη σου. Για δαύτο κι ο τεχνίτης, ξέροντάς το αυτό που σου λέω, τι κάμνει; Όλο ανάλογα ξετρυπώνει και βρίσκει, να σου παραστήση με κάποια αλήθεια το τι δεν είδες.

Αγαπώ όλες τις τάξες του έθνους μου και κάποτε δεν τις ξεχωρίζω, τα παλέματα των ατόμων, καθώς και των ομάδων, της κοινωνίας μου, δεν τα πολυλογαριάζω· παντού και πάντα υπάρχουν. Δε συλλογίζουμαι συχνά τα στομαχικά συμφέροντα. Δε λυπούμαι κείνους που, μην ξέροντας να βρουν ψωμί, πεθαίνουν από την πείνα. Άξιος ο μισθός τους. Έτσι δε με πολυσκοτίζουν ούτε οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τους.

Εγώ σ’ τις έφερα σιμά σου Οιδίπου, ξέροντας τι παρηγοριά θενά σου δώσουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ευτυχισμένος άμποτε να ’σαι για τούτο. Οι αθάνατοι να σε φυλάν και να σε σκέπουν. Παιδία μου πού είσθε; Ελάτ’ εδώ, ζυγώστε τ’ αδελφικά τα χέρια μου, όπου τυφλώσαν τα μάτια του πατέρα σας τα λαμποβόλα. Εγώ, που μη γνωρίζοντας φάνηκα ότ’ είμαι αδερφάκι σας, και πατέρας σας πως είμαι.

Μην ξέροντας τι να κάνουμε, περιπλανηθήκαμε στους δρόμους και έτυχε να περάσουμε από το σπίτι σας, όταν, βλέποντας φώτα και ακούοντας φωνές, αποφασίσαμε να σας ζητήσουμε να μας δώσετε καταφύγιο μέχρι την αυγή. Αν μας κάνετε αυτή την χάρη, τότε με την άδειά σας θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά να σας βοηθήσουμε να περάσετε ευχάριστα την ώρα σας».

Πρώτο πρώτο, που έδιωξε από τη Θράκη τους Ούννουςκατεβασμένους τότες με μεγάλο στρατό και με το βασιλέα τους τον Ούλδη, το φονέα του γνωστού μας Γαϊνάκαι τους ανάγκασε να ξαναδιαβούν τον Ίστρο, αφού ξολόθρεψε μερικούς, κι άλλους πάλε τους έπιασε σκλάβους, και μην ξέροντας τι να τους κάμη τους έστειλε στη Μικρασία να δουλεύουνε στα υποστατικά των πλούσιων.

Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της, Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση, Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Ήτανε κάποιος Λάμπης, βοϊδολάτης κακός άνθρωπος, που κι αυτός εζητούσε τη Χλόη για γυναίκα από το Δρύαντα κι ως τα τώρα χαρίσματα πολλά του είχε δώσει για να πιτύχη το γάμο· άμα λοιπόν ένοιωσε, ότι, αν δώση την άδεια το αφεντικό, θα την πάρη ο Δάφνης, ζητούσε τρόπο που να θυμώση μ' αυτούς ο αφέντης· και ξέροντας, ότι αυτός αγαπούσε πολύ το περιβόλι, εστοχάστηκε να το χαλάση όσο μπορούσε περισσότερο και να το ρημάξη.

Και στον Αινεία χοίμηξε ο φοβερός Διομήδης, ξέροντας πως τον φύλαγε όχι άλλος, μόνε ο Φοίβος με το δεξύ του· μα κι' αφτόν τον αψηφούσε, κι' έτσι θεό μεγάλο, κι' έβλεπε πώς πάντα τον Αινεία να σφάξει, και την ξακουστή να πάρει αρματωσά του. 435 Τρεις έτσι χύθηκε φορές ζητώντας να τον σφάξει, και τρεις ο Φοίβος τούσπρωξε την λαμπρισμένη ασπίδα· μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σα δαίμονας μονάχος, μπήγει ο Απόλλος μια φωνή μεγάλη και του κράζει «Για στάσου, λιοντόκαρδε Διομήδη και στοχάσου, 440 και μη ζητάς με τους θεούς να γίνεσαι ίσα κι' ίσα!