United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εσχεδίαζε μέσα εις της οκάδες του Περιστεράκη το πώς θα πη τον πόνον του εις τον πατέρα. Και εξημερόνετο. Την αυγή πάντοτε ήρχετο, σιγά σιγά, σαν βρεγμένη γάτα, να κοιμηθή. Μεθυσμένος. Σαστισμένος. Διπλήν μέθην, διπλούν σάστισμα. Του έρωτος και του οίνου. Τέλος μετά πολλά λέγει προς τον πατέρα του·Θα μου δώσης το Ξενιώ! Εφαρμακώθη ο γέρων προς το άκουσμα. Τότε εννόησε πλέον τι τρέχει.

Όταν οι πρόσκοποι έφθασαν εις την κορυφήν του Αγίου Κωνσταντίνου, η αυγή είχε πορφυρώσει την ανατολήν με την ροδίνην αλουργίδα της, και αι δύο θάλασσαι εφαίνοντο ένθεν εξαπλούμεναι, η μία ως οθόνη με κυανούν στήμονα και με άλικην κρόκην δεχομένη τας ανταυγείας της παμφαούς ανατολής, η άλλη ως υπόσκιος μελανή άρουρα φέρουσα την σκωρίαν του σκότους ακόμη εγκατεσπαρμένην.

Τώρ' αποχαιρετώ σε· η λαμπυρίδα δείχνει ότι σιμόν' η αυγή, και αρχίζει να χλωμαίνη το άνεργό της φως. Ω! χαίρε, Αμλέτε, χαίρε! ΑΜΛΕΤΟΣ Ω των Ουρανίων τάγματα όλα! Ω Γη! τι άλλο; και τον Άδην μ' αυτά θα ενώσω; Αίσχος! Συ, καρδιά μου, βάστα· νεύρα μου, σεις μη ξάφνου τώρα μου γεράστε, στηρίξτε με σφικτά!

Την είδα.. . ω! τι μάγουλα! τι μάτια λιγωμένα! μ' ενθύμησε της ωμορφιαίς της κλασικής πατρίδος· τόσον καιρό με πρόσωπα εσυγκινούμην ξένα, και επεθύμησα μορφήν γνησίας Ελληνίδος. Επόθουν κάλλος φλογερόν μεσημβρινού ηλίου με χείλη ολοπόρφυρα και μάτια φωτεινά, ήθελε θέρμην η αυγή του νεαρού μου βίου, και όχι κρύο Ρούσσικο, που κρύσταλλα γεννά.

Και ποιος να είνε ο γαμπρός απόψε; πετιέται και λέει μια γυναικίσια φωνή από το σκοτάδι απομέσα. Είταν η μαζώχτρα η Ασήμω. Άλλο τόσο το χαίρουνταν απέξω αυτή το ξεφάντωμα, σα να τόκαμαν εξεπίτηδες, να τα πιστέψη ο κόσμος. Τούσωναν του Δημήτρη αυτά τα λόγια. Τράβηξε ίσια σπίτι του. Την πέρασε ποδοβολώντας απάνω και κάτω ως την αυγή.

Ροδίζει εύμορφα η αυγή προσπαθούσα να διασπάση της νυκτός την μαύρην καλύπτραν, ήτις απλούται ακόμη εις το μικρόν χωρίον μου και εις τον εύμορφον λιμένα του, του οποίου τα νερά ακίνητα ησυχάζουν εν τη σιωπηλή της νυκτός γαλήνη. Ούτε ο φλοίσβος ο μελωδικός ακούεται εις την άμμον κάτω.

Έφευγε και πήγαινε στον κήπο κι άκουα την αλυσίδα του πηγαδιού γριγρι!... γριγρι!... όλη νύχτα Και την αυγή βρίσκαμε γιομάτες νερό τις σκάφες, έτοιμες για την πλύση. Και κάθε τόσο που έπεφτε πολλή δουλειά, πήγαινε μόνος του και ξύπναε τις δούλες για το ξενύχτι. Σ' όλα σ' όλα είχε την έγνοια μας, την κυβέρνια μας δέκα χρόνια στρωτά.

Την άλλη μέρα με την αυγή ο Έφις έφερε πάλι το άλογο στο χωριό και διηγήθηκε στη νεαρή κυρά του πώς είχαν διασκεδάσει το προηγούμενο βράδυ. Η Νοέμι φαινόταν ήρεμη∙ μόνο, όταν εκείνος έφευγε πάλι για το κτηματάκι, έτρεξε στην εξώπορτα και του ζήτησε να γυρίσει σε τρεις μέρες φέρνοντας προμήθειες στις αδελφές.

Οι άλλοι πρότειναν να παν μαζί του, και βγήκαν στην θάλασσα το απόγευμα, μια και η νύχτα είναι η καλλίτερη ώρα για ψάρεμα. Όλη την νύχτα πάσχιζαν μάταια. Νωρίς την αυγή, στο ομιχλώδες λυκόφως, στην ακτή, είδαν την φιγούρα κάποιου που δεν αναγνώρισαν.

Άρχοντες, ήτανε μια καλοκαιρινή ημέρα, στην εποχή του θερισμού, λίγο μετά την Πεντηκοστή· και τα πουλιά στη δροσιά, χαιρέτιζαν κελαδώντας την αυγή που άρχιζε να χαράζη. Ο Τριστάνος βγήκε από την καλύβα, έζωσε το σπαθί του, ετοίμασε το «Αλάθευτο», και έφυγε να κυνηγήση στο δάσος. Μέχρι το βράδυ κατακόπηκε από την κούρασι.