Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Αλλ' αι δυνάμεις του νέου είχον παραλυθή, οι πόδες παρεπάτουν, οι βραχίονες έτρεμον. «Υπάγωμεν, Αϊμά», εψιθύριζεν εις το ους της νέας, αποτυπών άμα φλογερόν φίλημα επί της παρειάς αυτής. «Υπάγωμεν Αϊμά». Αλλ' η Αϊμά ήτο λιπόθυμος, και ο Μάχτος έκλεπτε τας περιπτύξεις, έκλεπτε τας θωπείας, έκλεπτε τα φιλήματα. Φιλήματα εξ εκείνων άτινα δεν λησμονούνται, αλλά θάπτονται.
ΚΕΝΤ Ειλικρινώς και ταπεινώς, αυθέντα σεβαστέ μου, αν είναι με την άδειαν του υψηλού σου κράτους, οπού η δόξα σου, καθώς το φως που στεφανώνει με φλογερόν διάδημα το μέτωπον του Φοίβου... ΚΟΡΝ. Τι είν' αυτά ! ΚΕΝΤ Αφού η γλώσσα μου δεν σου αρέσει, την αλλάζω. Εγώ βέβαια κόλακας δεν είμαι. Αν κανείς άλλος σου ωμίλησε ορθοκαταίβατα και σ' εγέλασε, ήτο κατεργάρης ορθοκαταίβατος.
Όσον όμως σημαντική και αν ήτο η προφητεία του εκείνη, φαίνεται ότι την πρώτην ημέραν δεν επέφερεν άμεσόν τι αποτέλεσμα. Την επαύριον όμως ενώ ο Βαπτιστής «ειστήκει πάλιν» εν τω μέσω δύο μαθητών του, είδε τον Ιησούν περιπατούντα, και προσηλώσας επ' αυτού εκστατικόν και φλογερόν όμμα, ανεφώνησεν εκ νέου, ωσεί υπό ακουσίου τρόμου και θαυμασμού συσχεθείς: «Ίδε ο αμνός του Θεού!»
Μετ' ολίγον παρετήρησα ένα φαινόμενον αξιοθαύμαστον· είδα που ηύξανε το νησί και ολιγόστευε το νερό της θαλάσσης και επλησίαζεν η στερεά προς το νησί, τόσον που μεταξύ του νησιού και της στεριάς έμεινεν ένα μικρόν πέρασμα το οποίον επέρασα, που το νερό δεν έφθανεν έως τα γόνατα και φθάνοντας τέλος πάντων την στεριάν, περιπάτησα εις το περιγιάλι έως που εκουράσθην· εκάθησα να αναπαυθώ ολίγον και εδώ διέκρινα μακριά ένα παλάτι τειχογυρισμένον και χαλκοσκέπαστον, ώστε φωτιζόμενον από τας ακτίνας του ηλίου, εφαίνετο ως έν σώμα φλογερόν και φωτεινόν.
Επόνουν πόνον δριμύν και φλογερόν εις την κνήμην. Δύο άνδρες εξήταζον την πληγήν μου. Όρθιος άνωθέν μου ο καπετάνιος με εκύτταζε σιωπηλός, και γύρω εις κύκλον συνεσφίγγοντο οι στρατιώται του. — Ο Μίρτος; ηρώτησα. — Τους εδιώξαμεν, είπεν ο αρχηγός, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησίν μου. Τώρα, εξηκολούθησε, κύτταξε να γείνης καλά, διά να μη έχω λόγια με τον θείον σου.
Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην, αλλά μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον με τον οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής.
Τη εφαίνετο ότι ευρέθη εις έρημον τόπον μη έχοντα βλάστην και φυτείαν και ήτο εκτεθειμένη εις το φλογερόν καύμα του ηλίου. Ήτο δε μόνη και ηγνόει την οδόν, ην έπρεπε να βαδίση όπως απομακρυνθή εκ του αυχμηρού εκείνου τόπου. Περιέβλεπεν εναγωνίως γύρω, αναζητούσα να ίδη ανθρωπίνην ψυχήν, όπως ερωτήση περί της οδού ην έπρεπε ν' ακολουθήση.
Και 'σαν να μεθοκόπησε, το Σκότος παραδέρνει, κι από τον δρόμον προσπαθεί να έβγη του Ηλίου, μη το πατήση ο Τιτάν κ' οι πύρινοι τροχοί του. Και τώρα, πριν ο Ήλιος το φλογερόν του μάτι τ' αναστηλώση, την χαράν να φέρη ‘ς την Ημέραν, και να στεγνώση την δροσιάν της νοτισμένης Νύκτας, πηγαίνω, το καλάθι μου να το παραγεμίσω με βότανα φαρμακερά και με γλυκόχυμ' άνθη.
Τρία όλα έτη έζησεν ούτω ο ταλαίπωρος Γεώργης, πεινών και γυμνητεύων, φρικιών υπό ρίγους τον χειμώνα και περιφέρων ασκεπή την κεφαλήν του το θέρος υπό τον φλογερόν ήλιον των Αθηνών, κοίτην του έχων την γωνίαν ρυπαρού υπογείου, και νυκτερινούς συντρόφους του — πλην δύο άλλων ομοίων του ατυχών πλασμάτων — ποντικούς υπερμεγέθεις, οίτινες ουχί σπανίως απεθρασύνοντο να τρωγαλίζωσι τας μικράς αυτού πτέρνας, οσάκις ο γάτος του οίκου είχεν άλλας ασχολίας επί των γειτονικών ορόφων.
Αφηρημένος προς το αιφνίδιον θέαμα, νομίζω πως διακρίνω ένδον της καιούσης καμίνου τους Τρεις Παίδας άδοντας και χορεύοντας: «Τον Κύριον υμνείτε πάντα τα έργα...» Στιγμάς τινας διαρκεί το φλογερόν θέαμα εν τη απλή κυανότητι ουρανού και θαλάσσης και είτα σβέννυται αυτοστιγμεί. Ο ήλιος έδυσε πλέον. Και φλόγες και κάμινοι εξαφανίζονται και απομένει περί ημάς το πέλαγος σιωπηλόν, σκοτειδιαζόμενον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν