United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Χόμο κατέβη εις την κοίτην του χειμάρρου, και οι ολολυγμοί του ηκούοντο εισέτι, αλλά οι λίθοι ους έρριπτε κατ' αυτού ο Σκούντας τον εκράτουν εις απόστασιν. Αίφνης έγεινεν άφαντος. Ίσως ετράπη προς άλλην διεύθυνσιν, και έμελλε να αρχίση αλλαχόθεν νέαν έφοδον. Ο Σκούντας επανήλθε προς την Αϊμάν. Η νέα ήλγει και εκράτει την κνήμην με τας δύο χείρας. — Πονείς πολύ; είπεν ο Σκούντας. — Ω ναι.

Την δε ιδικήν μου κνήμην μου την απέκοψε την αυτήν εκείνην νύκτα ο εκτελών χρέη χειρουργού αληθής υπασπιστής του αρχηγού. Ιδού διατί έμεινα, εξ ανάγκης, δικηγόρος. Το πολεμικόν μου στάδιον διήρκεσε μίαν ημέραν και μόνην. Την τρυπημένην όμως φαλαγγιτικήν στολήν μου την εκράτησα και την διατηρώ ακόμη.

Αι γυναίκες των έχουσιν εις εκατέραν κνήμην ψέλλιον χάλκινον· αφίνουσι την κόμην μακράν, και όταν συλλάβωσι φθείραν εις την κεφαλήν, την φονεύουσι διά των οδόντων των και έπειτα την ρίπτουσιν.

Ο Σκούντας εζήτει ματαίως επί του εδάφους λίθον ή ξύλον τι, όπως μεταχειρισθή αυτό ως αλεξιτήριον κατά του επιδρομέως. Τέλος εύρεν ένα λίθον και ρίψας αυτόν κατά του κυνός τον εκτύπησεν εις την κεφαλήν. Ο Χόμο ωλόλυξε και άφησε το φόρεμα της Αϊμάς, όπερ εκράτει με τους οδόντας. — Η Αϊμά ησθάνθη αίφνης άλγος εις την κνήμην. Ο κύων την είχε δαγκάσει. — Ω, πονώ, πονώ! έκραξεν. Ω Μάχτο, Μάχτο!

Όταν δε παρουσιασθή ανάγκη να ομιλήσης δημοσία και οι παρόντες σου προτείνουν θέμα ομιλίας, όλα όσα είνε δύσκολα να τα παριστάς ως εύκολα και να τα εκφαυλίζης, λέγων ότι δεν εξέλεξαν τίποτε σοβαρόν• άμα δε εκλέξουν το θέμα, μη διστάσης και μη βραδύνης ν' αρχίσης, αλλά λέγε ό,τι σου έλθη εις την γλώσσαν και μη φροντίζης διά την σειράν, ώστε το πρώτον να είνε πρώτον και το δεύτερον μετ' αυτό και το τρίτον έπειτα• αλλ' εκείνο το οποίον θα σου έλθη πρώτον λέγε το εις την αρχήν, αδιαφορών αν η περικνημίς θα τύχη εις το μέτωπον, εις την κνήμην δε η περικεφαλαία.

Αλλά δις ή τρις της εβδομάδος διά της Άνω Πύλης του φρουρίου εξήρχοντο κ' έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, εις τον σκοτεινόν πυλώνα, την κνήμην του «Έλληνος γίγαντος», και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλαττόμεναι, όταν θα επανέκαμπτον με το καλόν εις την πατρίδα, να διηγώνται κ' αι δύο το πράγμα εις τα εγγόνια των.

Αφήρεσε την ξανθήν της και πλουσίαν κόμην και έμεινε το κρανίον της γυμνόν ως κολοκύνθη· απέβαλε την οδοντοστοιχίαν της και αι σιαγόνες της συνεκολλήθησαν ως σαύρας· εξεβίδωσε την ξυλίνην της κνήμην και έμεινε φρικτόν ερείπιον ανθρώπου, το οποίον ηδύνατο να τρέψη εις φυγήν και κροκόδειλον. Την επιούσαν ο σύζυγος υπέβαλεν αίτησιν διαζυγίου.

Οι καλώς εσφιγμένοι περί τα σφυρά και φολιδοειδώς ανερχομένοι εις την κνήμην ιμάντες των πεδίλων του ήσαν ως πτερά εις τους πόδας.

Οι απονεμηθέντες αυτώ υπό της μεσίτιδος έπαινοι δεν ήσαν κατ' ουδένα τρόπον υπερβολικοί. Είχε τράχηλον ηράκλειον, στήθος ευρύ, χαίτην στιλπνήν, κνήμην στρογγύλην, βλέμμα ακτινοβόλον, παρειάν στάζουσαν αίμα και φωνήν ομοιάζουσαν χρεμετισμόν· εφαίνετο δε και ικανώς ήμερος, ώστε αν δεν εφοβούμην παρεξήγησιν, ήθελον θωπεύση αυτόν επί του ώμου.

Επόνουν πόνον δριμύν και φλογερόν εις την κνήμην. Δύο άνδρες εξήταζον την πληγήν μου. Όρθιος άνωθέν μου ο καπετάνιος με εκύτταζε σιωπηλός, και γύρω εις κύκλον συνεσφίγγοντο οι στρατιώται του. — Ο Μίρτος; ηρώτησα. — Τους εδιώξαμεν, είπεν ο αρχηγός, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησίν μου. Τώρα, εξηκολούθησε, κύτταξε να γείνης καλά, διά να μη έχω λόγια με τον θείον σου.