United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ποιήσας το σημείον του σταυρού: —Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής. Επανέλαβε δε: —Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ' εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου. Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. —Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα.

Διά τούτο περιωρίσθη εν τη οικία απωτέρας τινός συγγενούς του, της γραίας Αχτίτσας, προς ην μετέβη άμα ελθών εις την νήσον. — Θα με έχετε τώρα εδώ. Είπε προς την γραίαν ο κυρ-Δημάκης, χαιρετίζων αυτήν, και την νεαράν κόρην της, την ωραίαν Ματώ, στρογγύλην κ' ευτραφή μοναχοθυγατέρα, είκοσιν ετών, με μίαν ελήτσαν χαριτωμένην εις την αριστεράν παρειάν. — Μακάρι! Ηυχήθη η γραία μετά χαράς.

Όνειδος θα ήναι διά σε, εάν δεν την υπερασπίσης, διότι, και αν ακόμη δέν συνεζεύχθης εις γάμον μετ' αυτής, ωνομάσθης όμως τουλάχιστον φίλτατος σύζυγος της δυστυχούς παρθένου. Εις την παρειάν σου αυτήν, την οποίαν εγγίζω, εις την δεξιάν σου χείρα, την οποίαν σφίγγω, εις της μητρός σου το όνομα σ' εξορκίζω, μη την αφήσης ανυπεράσπιστον. Το όνομά σου αυτό μ' έφερεν εδώ προς τον όλεθρον.

Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, — Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας. — Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή. — Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,

Ησπάζετο εν μετανοία την χείρα του διδασκάλου, οσάκις εκείνη δεν προκατελάμβανε βιαίως την παρειάν του, και επανήρχετο ούτως ή άλλως εις την θέσιν του, διά να αρχίση ευκαιρίας δοθείσης τα ίδια. Της αριθμητικής το θέλγητρον ήτο εντελώς διάφορον διά τον Αλέξανδρον.

Μόνος ο κουρεύς της Μονής ηστειεύετο ενίοτε προς τον αδελφόν Ιωάννην, ότε ούτος προσέφερε μειδιών εις το ξυράφιον παρειάν αγένειον και λείαν ως λίμνην εν ώρα νηνεμίας.

Αλλ' η προσέγγισίς του επέτεινε και την συγκίνησιν της Πηγής· εις δε την ταραχήν της εστράφη και αφού επέρασε τα πόδια της εις τις πατητήρες έπιασε την σαΐταν. Αλλά τα χέρια της έτρεμαν. Ο Μανώλης είχε σκύψει επ' αυτής και ησθάνθη θερμήν την πνοήν του επί του τραχήλου της. — Ψυχή μου, Πηγιό, ώμορφη πούσαι! εψιθύρισεν η φωνή του εγγύτατα εις την παρειάν της.

Κρατήσατε Αυτόν και απαγάγετε ασφαλώς». Και ούτω, προβάς προς τον Ιησούν με τον συνήθη ψυχρόν τίτλον της προσφωνήσεως είπε, «Χαίρε, Ραββί!» κ' εβεβήλωσε την αγίαν παρειάν του Ιησού διά προδοτικού φιλήματος. «Ιούδα» τω είπεν ο Ιησούς μετ' αυστηράς επιτιμήσεως, «φιλήματι τον Υιόν του Ανθρώπου παραδίδωςΑι λέξεις αύται ήρκουν.

Η μεν των κοιμωμένων, κατεχομένη, υπό ηδυπαθούς ονείρου, εμειδία στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα, ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κορωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη.

O Μανώλης εξέτεινε την χερούκλαν του εις το καλάθι, αλλ' ενώ έκλινε προς την κόρην και ήλθε το πρόσωπόν του εγγύτατα εις την παρειάν της, μέθη ως εκείνη του οίνου τον κατέλαβε διά μιας και παρ' ολίγον η χερούκλα να αλλάξη διεύθυνσιν. Η Πηγή ανετινάχθη ελαφρά προς τα οπίσω, αισθανθείσα φλογεράν, ως λαύραν ηφαιστείου, την πνοήν του εις το πρόσωπόν της.