Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Όλοι εσιώπον εκ της αγωνίας δι' εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή. Κατ' αρχάς, ηκούσθη βαθύς στεναγμός τον οποίον έβαλεν μία υποχθόνιος φωνή. Η Ηρωδιάς την ήκουσεν από την άλλην άκραν του παλατίου. Ηττημένη από έν θέλγητρον ακαταμάχητον, διέσχισε τα πλήθη και στηρίζουσα την μίαν της χείρα επί του ώμου του Μαναή και κλίνουσα προς τα εμπρός το σώμα ηκρωάτο. Η φωνή έλεγεν.

Τουναντίον η μήτηρ του, αφού είχε μισοχορτάσει τον ύπνον, εξενύσταξε, κ' έμεινε ανακαθισμένη και συλλογισμένη, σιμά εις το προσκέφαλον του Φάλκου της. Μετ' ολίγον είχεν αποκοιμηθή ο Φάλκος, η δε μήτηρ του, καθισμένη καθώς ήτον, και στηρίζουσα με την χείρα κεκυφυίαν την κεφαλήν, ήρχισε να νυστάζη πάλιν και να λαγοκοιμάται. Και οι δύο μετ' ολίγον εξύπνησαν από ένα κρότον και μίαν αλλόκοτον φωνήν.

Η λυγερή τον αγκώνα στηρίζουσα επί του γόνατος, την κεφαλήν επί της χειρός, προσεστραμμένη ολίγον, τον έβλεπε και τον επανέβλεπεν, έκθαμβος διά την μεταβολήν εκείνην, ενώ συγχρόνως παρεδίδετο ολόκληρος εις τους συλλογισμούς της και κατεκυριεύετο υπό της μελωδίας του αυλήματος. Διότι τούτο, αν πριν την κατεφλόγιζεν ήδη την παρέλυεν εντελώς.

Και μετά τινας στιγμάς σιωπής: — Θα είσαι η ψυχή της ψυχής μου, θα είσαι το πολυτιμότερόν μου αγαθόν, είπεν ο Βινίκιος με φωνήν πνιγμένην και τρέμουσαν. Αι καρδίαι μας θα πάλλουν ηνωμέναι, θα ζώμεν ομού, θα λατρεύωμεν ομού τον Ιησούν. Ειπέ λέξιν και θα εγκαταλείπωμεν την Ρώμην διά να κατοικήσωμεν μακράν. Και εκείνη, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του ώμου του μνηστήρος της, απεκρίθη: — Καλά, Μάρκε.

— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ αλλάξω το σκοπό μου. Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ' ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.

Πάντες οι οφθαλμοί ήσαν προ πολλού κεκλεισμένοι εν τω παπικώ ανακτόρω, η δε Ιωάννα ηγρύπνει ακόμη στηρίζουσα επί των χειρών την κεφαλήν, ως ο Άγ. Πέτρος αφού ηρνήθη τον Χριστόν και μάτην αναζητούσα πως ηδύνατο ν' αποφύγη την απειλούσαν αυτήν συμφοράν.

Η νέα ανεσηκώθη επί του προσκεφάλου της, στηρίζουσα εις τον βραχίονα την παρειάν και ηκροάσθη. Οι ψίθυροι, αν και πολύ ήρεμοι της εφάνηκαν πράγματι υπαρκτοί, και δεν την επλάνα η φαντασία, ούτε την εγέλων τα ώτα της. Ανελογίσθη τότε τι της είχεν ειπεί ο γέρο-Καρδοπάκης, όταν έφθασε το δειλινόν εις τον μύλον.

Η μεν των κοιμωμένων, κατεχομένη, υπό ηδυπαθούς ονείρου, εμειδία στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα, ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κορωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν