United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης τουτο οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!» — πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλλίτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνον δύσκολον.

Μετά την διήγησιν ταύτην απεκοιμήθησαν σχεδόν όλοι και μόνον η Λίγεια ηγρύπνει πλησίον του. Ο Βινίκιος την παρετήρει μέσα στα μάτια ως αφηρημένος. — Είμαι κοντά σου, του είπεν εκείνη. — Είδα την ψυχήν σου εις το όνειρόν μου, απεκρίθη ο Βινίκιος. Την επιούσαν εξύπνησε πολύ αδύνατος ακόμη, αλλά χωρίς πυρετόν.

Ηγρύπνει περισσότερον και από εμέ, και εβιάζετο περισσότερον και από εμέ, όταν παιδίον με απερίγραπτον ανυπομονησίαν ανέμενον την νύκτα του Πάσχα. Τότε μόνον ήθελον να νυκτώνη ταχέως. Τας άλλας ημέρας ήθελον να μη νυκτώνη ει δυνατόν, να μη τελειώσουν τα ατελείωτα παιγνίδιά μου.

Κάτω στο Κιόσι, στον αρχοντομαχαλάν, κοντά εις τον ναόν του Χριστού, η Σεραϊνώ, οπού ηγρύπνει εις το σπήτι του Κουμπή, ήκουσε τους κανονοβολισμούς, και μόνη αυτή τους εξήγησεν εις την αληθή σημασίαν των. — Στερεωμένοι, καλορρίζικοι, εψιθύρισε, σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιους, Κουμπή.

Αλλ' ενώ οι χωρικοί πάντες εκοιμώντο αναπαυόμενοι, όπως εγερθώσι τα μεσάνυκτα και φαιδροί μεταβώσιν εις τον ναόν έκαστος με την λευκήν λαμπάδα του, η κυρά Μανωλάκαινα ηγρύπνει. Δεν την εκολλούσεν ύπνος.

Αλλά δεν απηλπίζετο. Εύρε μάλιστα μεγάλην ηδονήν ενασχολούμενος να χαιρετίζη, να κερνά, να συντρέχη όσον ηδύνατο τους εκλογείς του. Και αντί να τρώγη και να κοιμάται μόνος του, έτρωγε πλέον μετά των πολιτικών οπαδών του το πλείστον, και ηγρύπνει πολλάκις εις του Γιωργή της Θασίτσας, εργαζόμενος υπέρ της επιτυχίας του. Ήτο Νοέμβριος. Είχεν ήδη προκηρυχθή η δημοπρασία των ελαιοδεκάτων.

Δεν ηπατάτο ποσώς. Επανελθών οίκαδε, εύρε την οικίαν του περικυκλωμένην υπό πραιτωριανών, οίτινες τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις το παλατίνον. Ο Καίσαρ ανεπαύετο ήδη, αλλ' ο Τιγγελίνος ηγρύπνει και τον ανέμενεν. Εχαιρέτισε τον δυστυχή Έλληνα με πρόσωπον ατάραχον, αλλ' απαίσιον. — Διέπραξες έγκλημα καθοσιώσεως, του είπε, και δεν θα αποφύγης την τιμωρίαν.

Άμποτε. — Ή θα το εύρωμεν ημείς. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή. Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει. — Τι αγαπάτε; ηρώτησε. — Κρασί. Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον. — Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του.

Ναι, ήτο καιρός να εγερθώσι, διότι ενώ οι άγιοι είχον νυστάξει, οι αμαρτωλοί έτρεχον και εσκευώρουν και ειργάζοντο. Ενώ αυτοί εκοιμώντο, ο προδότης ηγρύπνει και ενήργει. Υπέρ τας δύο ώρας είχον παρέλθη αφότου εκ του φαεινού υπερώου της μακαρίας κοινωνίας των είχε βυθισθή εις την νύκτα, και κατά τας δύο ταύτας ώρας ειργάσθη εκείνος.

Τέλος, μετά ώραν, η γραία, καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος, — ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκύτταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού. Το βρέφος εκλαυθμήριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι