United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το μεν πλοίον εξηκολούθησε τον πλουν του, εκείνον δε, ως λέγεται, δελφίν τις τον έλαβεν επί της ράχεώς του και τον έφερεν εις το Ταίναρον. Πατήσας εις την ξηράν, επορεύθη εις την Κόρινθον με τα ίδια ενδύματα, και φθάσας εκεί διηγήθη όσα τω συνέβησαν. Αλλ' ο Περίανδρος δεν επίστευσε τίποτε, έθεσε τον Αρίωνα εις την φυλακήν, διέταξε να τον φυλάττωσι στενώς και περιέμενε την έλευσιν των ναυτών.

Άμποτε. — Ή θα το εύρωμεν ημείς. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή. Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει. — Τι αγαπάτε; ηρώτησε. — Κρασί. Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον. — Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του.

Ο Ιησούς εγνώρισε τους ενδομύχους δισταγμούς των· πλην είχε προφητευθή περί Αυτού ότι ου μη ερίση ουδ' ου μη κράξη, ουδ' η φωνή Αυτού ακουσθήσεται εν ταις οδοίς· και περιωρίσθη μόνον ν' αποπέμψη την γυναίκα. «Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην». Και εις ειρήνην αναμφιβόλως επορεύθη, εις την ειρήνην του Θεού την υπέρ πάσαν έννοιαν, εις την ειρήνην ην ο Ιησούς δίδει, ήτις δεν είνε ως ο κόσμος δίδει.

Και αφού είπεν αυτά εσηκώθη και επορεύθη προς το μέρος του ουρανού οπόθεν καθαρώτατα ακούονται τα λεγόμενα εκ της γης, διότι ήτο η στιγμή κατά την οποίαν έπρεπε ν' ακροασθή τας ευχάς. Ενώ δε επροχώρει με ηρώτα περί των συμβαινόντων εις την γην• κατ' αρχάς ποία είνε η τιμή του σίτου εις την Ελλάδα, εάν ο περυσινός χειμών μας έκαμε πολλάς ζημίας και εάν τα λάχανα έχουν ανάγκην περισσοτέρας βροχής.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην. — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!

Ο δε πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου, μη θέλων να υποβάλη τόσον μυστικήν οικογενειακήν υπόθεσιν εις τα φώτα του ανακτοβουλίου του, μήτε γνωρίζων πού αλλού να εύρη συμβουλήν, ετράπη την συνήθη τότε εις τους αμηχανούντας οδόν, επορεύθη τουτέστι προς τον Απόλλωνα, όστις ήτο μεν θεός, αλλά προς εξοικονόμησιν των επιγείων του αναγκών μετήρχετο και την μαγείαν επί γης, και έρριπτεν εν Δελφοίς τα χαρτιά εις τους θέλοντας να μάθωσι την τύχην των.

Φοβούμενος δε μήπως επαληθεύση ο χρησμός δεν επανήλθεν εις την Κόρινθον, αλλ’ επορεύθη προς τους τόπους, εις τους οποίους καθώς η Ιοκάστη του ανεκοίνωσεν, εφονεύθη ο Λάιος. Και κατά παράδοξον σύμπτωσιν εκεί φιλονικήσας μ’ έναν άνθρωπον όμοιον μ’ εκείνον που του περιέγραψεν η Ιοκάστη ως Λάιον, τον εφόνευσε και κατόπιν όλους του τους ακολούθους.

Ο Ηράκλειος μετέβη εις την Μικράν Ασίαν, επορεύθη μέχρι Καισαρείας, αλλ' ούτε στρατόν εύρεν αξιόμαχον ούτε κανένα στρατηγόν. Μετά την εις Κωνσταντινούπολιν επστροφήν του αυτοκράτορος οι Πέρσαι εκυρίευσαν και την Καισάρειαν της Καππαδοκίας και ηχμαλώτισαν άπειρον πλήθος ανθρώπων.

Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της. — Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.

Παρεμέρισεν εκ της οδού, επορεύθη εις πυκνόν θάμνον, και εκρύβη όπισθεν αυτού, περιμένων να περάσωσιν οι ιππείς. Ότε επλησίασαν ούτοι, ήκουσε τον εξής διάλογον. — Δεν ημπορεί να είναι μακράν. — Αυτός ο διαβολόγερος ειξεύρει τον τρόπον να χάνεται ως κονιορτός. — Πώς ευρέθης εδώ και τι συνέβη; ηρώτησε τον Βράγγην ο φαινόμενος ως αρχηγός των ιππέων. — Βοήθειαν πρώτον, αυτή η μικρά κινδυνεύει.