United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Σιξτίνα υπεκλίθη και ανάψασα το δέλετρον ητοιμάσθη ναποχωρήση. Η ηγουμένη τη έδωκε το κλειδίον του ναού ειπούσα αυτή·Πάρε το κλειδί, και ύπαγε νανοίξης. Είνε η ώρα του όρθρου. Θα περάσης από το κελλί της αδελφής Φεβρωνίας. Εξύπνισέ την διά να σημάνη τους κώδωνας. Η αδελφή Σιξτίνα εξήλθε σιωπηλή. Μείνασα η ηγουμένη μετά της Αϊμάς τη είπε·Τι σου έλεγε, κόρη μου, η Σιξτίνα;

Και εξηπλώθη πάλιν υπό τα σκεπάσματά του με την καρδίαν ελαφράν και τον νουν ήσυχον, ελεύθερος υποψιών και δισταγμών και τύψεων συνειδήσεως. Ο ήλιος εισερχόμενος απλέτως εις το δωμάτιον τον εξύπνισε μίαν όλην ώραν βραδύτερον του συνήθους. Πρώτην φοράν επί ζωής του συνέβαινε τούτο εις τον τυπικόν καθηγητήν, προς άκραν απορίαν της Φλουρούς. Η κεφαλή του ήτο βαρεία, — έκαιον οι οφθαλμοί του.

Η Αφέντρα εξύπνισε τα παιδία, τα ένιψε, τα ενέδυσε, τα εκτένισεν, εστολίσθη και αύτη με ό,τι πρόχειρον είχεν εις τον μύλον και λαβόντες το φανάριον εξεκίνησαν και οι πέντε διά την Παναγίαν. Οι έξ μοναχοί ήσαν νεοφερμένοι πράγματι. Ήρχοντο εκ μιας των Κυκλάδων, όπου είχον διατρίψει επί πολλά έτη ασκητεύοντες. Έφθασαν προ ολίγων εβδομάδων, και οι πλείστοι των κατοίκων δεν τους είχαν γνωρίσει ακόμη.

Άμποτε. — Ή θα το εύρωμεν ημείς. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή. Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει. — Τι αγαπάτε; ηρώτησε. — Κρασί. Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον. — Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του.

Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς. Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα.

Ο Κασέμ από την λαβωματιάν εφώναξε μεγάλως, και ευθύς εξύπνισε τους φύλακας και τους οφφικιάλους του οι οποίοι έτρεξαν εις βοήθειάν του και βλέποντές τον γεμάτον από αίματα και μισαποθαμμένον άρχισαν να φωνάζουν και να οδύρωνται. Ο φόβος έγινε κοινός εις όλον το στράτευμα, και τρέχοντας η φωνή πως ο βασιλεύς ελαβώθη χωρίς να δυνηθή να καταλάβη πόθεν ήλθεν αυτό εβάλθησαν όλοι εις μεγάλην σύγχισιν.